Ι
Πάντα εγώ ο καταραμένος ποιητής
κι εσύ το λευκό χαρτί που αμαυρώνεται.
Εγώ το σκοτάδι
κι εσύ ουράνιο φως.
Είσαι εσύ ο Παράδεισος
κι εγώ ο έκπτωτος άγγελος.
Πάντα εγώ ο κακός στο δικό μου παραμύθι.
Ο εαυτός μου, ο χειρότερος εχθρός μου
και ο μεγαλύτερος φόβος μου.
Είμαι εδώ -μ' ακούς;-
και γράφω ασταμάτητα.
Νύχτες αξημέρωτες, κρυμμένες πίσω από έναστρες περσίδες,
διαβάζουν σιωπηλά τους αφηρημένους μου στίχους
-ανομοιοκατάληκτους, ατελείς, βυθισμένους στην ταπείνωση.
Στίχοι σκυθρωποί και απόκοσμοι
γιατί μοιάζουν σε μένα.
ΙΙ
Έτσι αγαπούν και πονούνε οι άνθρωποι.
Μοναχικές καρδιές,
απελπισμένες φιγούρες μες το πλήθος.
Είναι η θλίψη μόνιμος σύντροφος
και δεν γνωρίζουν γιατί.
Δεν έμαθαν ποτέ να μιλάνε με στίχους,
δεν συστήθηκαν ποτέ με το σκότος μέσα τους.
Μα εκείνο ποτέ δεν τους άφησε,
όσο κι αν αγνοούσαν την ύπαρξη του.
Σχημάτισε μίζερες μορφές,
ανθρώπους μοιρολάτρες
ημιμαθή άτομα που δεν ξέρουν να αγαπούν την ποίηση.
Δηλητηριώδεις συνειδήσεις, που περιφρονούν την τέχνη
και σκοτώνουν τη δημιουργικότητα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου