Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2013

Μια κακή ιδέα...

Μια κακή ιδέα... Ο έρωτας κι ο θάνατος είναι για τους γενναίους... Μα ήμασταν δειλοί αγάπη μου. Εμείς οι δυο πολεμιστές, σε ανέλπιδη μάχη. Μια καρδιά για λάφυρο. Δεν ήταν έρωτας αυτό που ζήσαμε, ήτανε μια κακή ιδέα. Ο μικρός φτερωτός θεός κοιτούσε αλλού κι εμείς βιαστήκαμε να κάνουμε το λάθος. Αθόρυβα, σαν δυο ύπουλοι εγκληματίες. Θέαμα γελοίο συνάμα και τραγικό. Η μάχη αυτή αέναη, δε σταματά ούτε μετά τη νίκη. Σύντομα έμαθα ότι ο έρωτας δεν έχει νικητή. Κάποιες λέξεις φτιάχτηκαν για να ακούγονται μόνο με τη φωνή σου... Άργησα να το μάθω. Βιάστηκες να το ξεχάσεις. Έτσι αθόρυβα όπως άρχισαν όλα, έτσι ήταν γραφτό να τελειώσουν. Μοίρα; Δεν ξέρω αν πιστεύω στη μοίρα. Φυσικό επακόλουθο θα σου πω. Πάλι δε θα πεις τίποτα. Δεν πειράζει. Έχω συνηθίσει τις σιωπές.. Άλλη μια νύχτα θα μιλώ με σκιές και φαντάσματα. Άλλη μια νύχτα που εσύ δε θα 'σαι εδώ. Άλλη μια νύχτα που σε μισώ. Γιατί δε μ' άφησες να σ' αγαπ

Άλλο ένα απόσπασμα από την "ιστορία μιας συνοδού(για μια Αγάπη)" - ΕΙΣΑΓΩΓΗ (Ρούλα)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ο ρυθμικός ήχος δύο αθλητικών παπουτσιών έσπασε τη γαλήνια σιγή της νύχτας. Στην άκρη του δρόμου φάνηκε να τρέχει ένα κορίτσι -ήτανε δεν ήτανε 16 χρονών. Ντυμένη αταίριαστα για την εποχή ελαφριά και κρατώντας ένα μικρό σάκο έτρεχε όσο πιο γρήγορα μπορούσε κοιτώντας κάθε τόσο τρομοκρατημένη πίσω. Μόνο να φτάσει στα Τρίκαλα, αυτό σκεφτόταν. Μόνο να καταφέρει να φτάσει στα Τρίκαλα κι από εκεί να φύγει για Αθήνα. Είχε αρχίσει να απελπίζεται και κανένα αυτοκίνητο δε φαινόταν στον ορίζοντα. Σταμάτησε ένα λεπτό και κοίταξε την ερημιά γύρω της. Πώς της ήρθε να το σκάσει βραδιάτικα; Αλλά τι να έκανε; Δεν έμενε κάτω απ' την ίδια στέγη μαζί τους ούτε λεπτό παραπάνω! Καλύτερα εδώ, στις ερημιές, να τη φάνε οι λύκοι. Πήρε μια βαθιά ανάσα κι ένιωσε σαν ν' άνοιξε ταυτόχρονα την πόρτα σε όλα εκείνα που καταπίεζε μέσα της. Γονάτισε στο δρόμο και ξέσπασε σε λυγμούς. Όλα εκείνα τα σιωπηλά δάκρυα, που τόσα χρόνια έπνιγε μέσα της, ξεχύθηκαν ορμητικά απ' τα μάτια της. Και πάνω

Σκέψεις για τη Φλανδρώ...*

Τι είναι άραγε ο βράχος; Να είναι ένα πλάσμα, μια μορφή -κάποτε ζωντανή; Και ποιος μπορεί να πει ότι δεν είναι; Μήπως δεν έχει και αυτός μιλιά; Μήπως δεν έχει ακούσει κι αυτός κραυγές -πότε σιωπηλές και πότε δυνατές; Μήπως δεν έχει κρύψει αθώα κι ένοχα μυστικά; Ποιος μπορεί τάχα ν' αμφιβάλλει; Λένε πως η πέτρα είναι νεκρή, μα τι πραγματικά σημαίνει πέτρα; Σημαίνει σθένος, δύναμη, να μη λυγίζεις όταν σε χτυπάνε. Κι αυτή με τη σειρά της έχει περάσει χιλιάδες κύματα.. Άραγε να νιώθει η πέτρα; Κι αν ναι, τι νιώθει; Λένε πώς η πέτρα είναι άδεια, μα δεν τους έχει πει κανείς πως το κενό είναι κι αυτό συναίσθημα. Ρωτήστε και την άμοιρη Φλανδρώ που στην αιωνιότητα χαραγμένη η μορφή της -ακίνητη κι αεικίνητη ταυτόχρονα σε μια στιγμή παραφροσύνης- στέκει κι αγναντεύει τα κύματα. Στα σκοτεινά νερά να εξομολογείται τον καημό της. Απ' τα θαλασσινά πουλιά να να ζητά να βρούνε τον καλό της. Μόνη Να περιμένει Για πάντα. Για πάντα;

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ ΝΥΚΤΟΣ

Εκείνο το δροσερό βράδυ, μέσα στη θεσπέσια σιγή της νύχτας, είδα όλη μου τη ζωή να περνάει μπροστά από τα μάτια μου. Στην αρχή δειλά, με τη συστολή της πανσελήνου εκείνης της βραδιάς -που σαν παιδί κρυβόταν μέσα στα μαύρα σύννεφα. Ένα ρίγος διαπέρασε όλο μου το είναι· να ήταν άραγε το ψυχρό αεράκι; Αναλογίστηκα όλη μου τη ζωή -τα θέλω, τα πρέπει, τα ναι, τα όχι και τα μη- καθώς παρατηρούσα τους περαστικούς που χάνονταν νωχελικά σε σκοτεινές γωνιές του δρόμου. Κι εκείνη τη στιγμή, λες και μου χαμογέλασε η μούσα μου, το χέρι μου πήρε φωτιά κι άρχισε ν' αποτυπώνει εικόνες στο χαρτί. Όχι με σχήματα, αλλά με λέξεις, άρχισα να γράφω, χωρίς να ξέρω τι. Τα πλάσματα της νύχτας ζούνε στο σκοτάδι -έτσι κι εγώ. Κι εκείνη την έρημη ώρα, σε μια άκρα του τάφου σιωπή, ένιωσα πιο ζωντανή από ποτέ. Κι αυτή ήταν η αλήθεια. Σε μια ψυχρή, νωχελική νύχτα βρήκα το νόημα της ζωής· της ζωής μετά. Κι αν ήμουν στο μεταίχμιο της δικής μου, ήμουν για πρώτη φορά -μετά από καιρό- ήρεμη και κάπου μέσα μου ήξ

Όναρ

Τα όνειρα ... Γρήγορα τρένα σε ράγες. Εξαφανίζονται ξαφνικά αφήνοντας μια οφθαλμαπάτη πίσω τους. Οπτασία . Οι ονειροπόλοι ταξιδιώτες τους μετρούν τ' αστέρια Πολλοί ξεκινούν για το μεγάλο ταξίδι. Λίγοι τα καταφέρνουν. Οι περισσότεροι κάπου χάνονται. Η ζωή τους πάει αλλού. Ανεβαίνουν σε λάθος τρένα. Κατεβαίνουν πολύ νωρίς. Σύγχυση . Το τρένο σταματάει σε πολλούς σταθμούς. Κάποιοι σε φέρνουν πιο κοντά στον προορισμό. Άλλοι είναι ένα μικρό διάλειμμα πριν ανέβεις ξανά στο τρένο. Μα οι χειρότεροι είναι αυτοί που σε κάνουν να ξεχάσεις το ταξίδι όλως διόλου. Φτιάχνεις μια υποψία ζωής -γύρω απ' το σταθμό- και βλέπεις τα τρένα να περνάνε. Κι εσύ κολλημένος εκεί -μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. Ματαίωση . Οι ράγες κάθε σταθμού είναι φτιαγμένες από διαφορετικό υλικό · Σίδηρος, χρυσάφι, διαμάντια, λουλούδια ή αγκάθια. Πολλοί ταξιδιώτες βλέποντας τα αγκάθια διστάζουν να προχωρήσουν. Οι περισσότεροι δε μαθαίνουν ποτέ ότι μετά τα αγκάθια ακολουθε

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ

Είναι βραδιές που -σαν μικρό παιδί που κάνει αταξία- γλιστρώ αθόρυβα στο μπαλκόνι μου. Κάθομαι ήσυχα και “παραμονεύω”. Με εγκαρτέρηση περιμένω εκείνους τους λιγοστούς περαστικούς του δρόμου. Κι όταν -ω τι χαρά!- εμφανιστούν(για να εξαφανιστούν λίγα λεπτά αργότερα σε μια στροφή), η φαντασία μου ξυπνά. Και -σαν να έγινα πάλι για λίγο παιδί- σκαρφίζομαι ιστορίες: για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον τους. Ζυγίζω το περπάτημα τους, αφουγκράζομαι τα λόγια τους, παρατηρώ τα ρούχα τους. Σκέφτομαι πως έγιναν έτσι όπως είναι τώρα, τι ακριβώς σχημάτισε το είναι τους. Ζωγραφίζω στο μυαλό μου την ψυχοσύνθεση τους. Αφήνω την φαντασία μου να καλπάσει. Σε άλλους δίνω σούπερ δυνάμεις, σ' άλλους τραγωδίες. Κάποιους τους φαντάζομαι απατημένους, άλλους άπιστους. Οι περισσότεροι θα πάθαιναν σοκ αν ήξεραν τι σκέφτομαι γι' αυτούς. Αλλά αυτό είναι το παιχνίδι μου. Και πρέπει να ομολογήσω ότι μου αρέσει να διηγούμαι λυπητερές ιστορίες. Μικρές τραγωδίες ζωής. Πολλές φορές ακόμη κι εγώ γελάω με

Λήθης ποιήματα

Λήθης ποιήματα Άφησα το χέρι που ελεύθερο να γράψει μία ιστορία, μα εκείνο έγραψε έξι λέξεις μοναχά. πειρασμός κόκκινα χείλη πόνος λήθη ευτυχία Με την πρώτη ματιά δεν βγάζουν νόημα. Με μία δεύτερη τα λένε όλα. Μια ιστορία ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια σου. Όλα αρχίζουν με τον πειρασμό. Κόκκινα χείλη -γεμάτα επιθυμία- που ενώνονται. Κι ύστερα · Πόνος -του αποχωρισμού. Κρατάει πολύ ο πόνος. Όλοι θέλουν την ελευθερία, μα κανείς δεν ξέρει τι να την κάνει όταν την αποκτήσει. Κάποια στιγμή, όμως, έρχεται η λήθη. Αργά ή γρήγορα κάποια στιγμή θα έρθει. Εκείνη η στιγμή που θα θυμάσαι τα πάντα και δε θα θυμάσαι τίποτα. Γιατί δε θα σε νοιάζει τίποτα. Και τότε -για μια στιγμή- νιώθεις πραγματική ευτυχία. Σε αντίθεση με τον πόνο, κρατάει ελάχιστα. Αν όμως βρεις τον τρόπο να κρατήσει, θα είσαι ένας ευτυχισμένος άνθρωπος. Λήθη σημαίνει ευτυχία.

Βραδινές περιπλανήσεις...

Βραδινές περιπλανήσεις... Βαδίζει στη σιγή, ντυμένη με νύχτα. Τα μακριά της μαλλιά, πέπλο από αστέρια. Δυο δακρυσμένα μάτια, πόνος, ραγισμένα φεγγάρια. Κραυγές, λυγμοί, φωνές, λόγια κομμάτια. Πόνος ξανά. Ένας αναστεναγμός... Βαρύς. Βαθύς. Μακρόσυρτος. Μια παγωμένη εικόνα. Αλήθεια είναι. Όχι, μνήμη. Όχι, αλήθεια. Μνήμη. Αλήθεια. Ψέμα. Κι αυτή περπατά. Μοναδική της συντροφιά, ο ήχος των βημάτων της και η γιγαντωμένη σκιά της. Μόνη, μ' ένα αβάσταχτο κενό. Υποψία ζωής, ανάμεσα στην ανυπαρξία και την ύπαρξη. Διασχίζει αναμνήσεις -πραγματικές και ψεύτικες. Δεν ξεχωρίζει πια μεταφορά και κυριολεξία. Λεωφόρους της πόλης και μονοπάτια του μυαλού. Σταυροδρόμια κι αδιέξοδα. Μ' ένα πόδι στην πραγματικότητα κι ένα στην φαντασία. Κοιτά αμήχανα τον ουρανό. Κι ένα ερωτηματικό πλανάται στον αέρα. Τι, πώς, γιατί... Χωρίς απάντηση. Ξανά γιατί. Σιγή. Ερωτηματικό. -άξαφνα ένας ήχος σαν μια χορδή που τεντώνεται- Θαυμαστικό. Σε λίγο θα ξημερ

Ποίημα δίχως ρίμα

Ποίημα δίχως ρίμα Μια φορά κι ένα καιρό εκείνη ανάσαινε μόνο γι' αυτόν μ' αυτός δεν το ήξερε. Εκείνη τη σπάνια φορά η αγάπη της έδινε φτερά κι εκείνος της τα 'κοβε. Κι αν γελούσε, ήταν γι' αυτόν Κι αν πονούσε,πάλι γι' αυτόν κι ας το 'ξερε μόνο εκείνη. Κι αν ξαφνικά η καρδιά της αποκτούσε μιλιά θα φώναζε δυνατά πως αυτόν αγαπά αλλά εκείνος δεν θ' άκουγε. Η δική τους αγάπη, ένα ποίημα δίχως ρίμα τραχύ μέσα στην ομορφιά του ρομαντικό, όχι μελωδικό. Δίχως μέτρο. Δίχως ρυθμό. Αντίθετο στους κανόνες. Ένα ποίημα σαν την αγάπη που δεν έχει φόρμα, όρια και συγκεκριμένη μορφή μια αγάπη που φτιάχτηκε μόνο για 'κεινον κι αυτή. Μη μετράς συλλαβές. Μη ζητάς φυλακές. Μέτρα χτύπους καρδιάς. Βρες ομορφιά στην ασχήμια. Βρες της αλήθειας τη γύμνια. Κι ας μην το ξέρει κανείς..