Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Άλλο ένα απόσπασμα από την "ιστορία μιας συνοδού(για μια Αγάπη)" - ΕΙΣΑΓΩΓΗ (Ρούλα)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ο ρυθμικός ήχος δύο αθλητικών παπουτσιών έσπασε τη γαλήνια σιγή της νύχτας. Στην άκρη του δρόμου φάνηκε να τρέχει ένα κορίτσι -ήτανε δεν ήτανε 16 χρονών. Ντυμένη αταίριαστα για την εποχή ελαφριά και κρατώντας ένα μικρό σάκο έτρεχε όσο πιο γρήγορα μπορούσε κοιτώντας κάθε τόσο τρομοκρατημένη πίσω. Μόνο να φτάσει στα Τρίκαλα, αυτό σκεφτόταν. Μόνο να καταφέρει να φτάσει στα Τρίκαλα κι από εκεί να φύγει για Αθήνα. Είχε αρχίσει να απελπίζεται και κανένα αυτοκίνητο δε φαινόταν στον ορίζοντα. Σταμάτησε ένα λεπτό και κοίταξε την ερημιά γύρω της. Πώς της ήρθε να το σκάσει βραδιάτικα; Αλλά τι να έκανε; Δεν έμενε κάτω απ' την ίδια στέγη μαζί τους ούτε λεπτό παραπάνω! Καλύτερα εδώ, στις ερημιές, να τη φάνε οι λύκοι. Πήρε μια βαθιά ανάσα κι ένιωσε σαν ν' άνοιξε ταυτόχρονα την πόρτα σε όλα εκείνα που καταπίεζε μέσα της. Γονάτισε στο δρόμο και ξέσπασε σε λυγμούς. Όλα εκείνα τα σιωπηλά δάκρυα, που τόσα χρόνια έπνιγε μέσα της, ξεχύθηκαν ορμητικά απ' τα μάτια της. Και πάνω που έλεγε ότι έπιασε πάτο, αντίκρισε 2 προβολείς να πλησιάζουν απειλητικά...

Ο Στέλιος μπήκε στο αμάξι του οργισμένος, βροντώντας την πόρτα πίσω του. Σκέφτηκε πως κανονικά κάποια άλλη ήθελε να χτυπήσει, αλλά ήταν τυχερή γιατί δε χτυπά γυναίκες. Ξεκίνησε μες τα νεύρα για Καλαμπάκα, φωνάζοντας και βρίζοντας έναν αόρατο συνομιλητή. Ευτυχώς τέτοια ώρα δεν υπήρχε ψυχή τριγύρω και πάτησε το γκάζι στο τέρμα, ωθώντας το σαραβαλάκι του στα όρια του. Οδηγούσε σχεδόν χωρίς να βλέπει μπροστά του. Ωστόσο, δύο χιλιόμετρα έξω απ' την Καλαμπάκα έμελλε να γνωρίσει τη μεγαλύτερη τρομάρα της ζωής του. Εντελώς ξαφνικά πρόσεξε ένα κορίτσι γονατισμένο στο δρόμο να κλαίει. Τους χωρίζουν μόλις δύο μέτρα και το αμάξι του δε φημίζεται για τα φρένα του. “Αυτό είναι, θα πάω φυλακή” σκέφτεται πατώντας το φρένο με όλη του τη δύναμη. Το θαύμα γίνεται και το αμάξι ακινητοποιείται λίγα εκατοστά απ' την κοπέλα, η οποία δεν έχει κάνει ούτε μια κίνηση να αποφύγει το αυτοκίνητο. Στον έρημο δρόμο αντιλαλούν τα φρένα που στριγγλίζουν και μια έντονη μυρωδιά πλαστικού που καίγεται. Ανακουφισμένος -αφού έχει πει από μέσα του απ' το “Απεταξάμην” μέχρι τον “Ακάθιστο Ύμνο”- αναθαρρεύει και οργισμένος βγαίνει απ' το σταματημένο όχημα. Η κοπέλα με μάτια πρησμένα και κατακόκκινα απ' το κλάμα, κοίταξε δειλά το ψηλό νέο που την πλησίασε και μαζεύτηκε. Αυτός της έριξε ένα βλοσυρό βλέμμα κι άρχισε να φωνάζει:
«Είσαι τρελή κοπέλα μου; Τι θα έκανα αν δε σταματούσε το αμάξι; Το ξέρεις ότι θα μπορούσαμε να σκοτωθούμε και οι δυο; Κι άντε πες εσένα σου 'στριψε και θες να δεις τα ραδίκια ανάποδα, εγώ τι φταίω να μπω στη φυλακή για ένα βλαμμένο που κάθεται στο δρόμο; Γλιτώσαμε το έγκλημα στα Τρίκαλα και παραλίγο να το κάνουμε έξω απ' το χωριό!» ξέσπασε με μεγαλύτερο θυμό απ' ότι σκόπευε «Και για να έχουμε καλό ερώτημα, τι δουλειά έχεις εσύ μικρό κορίτσι στις ερημιές βραδιάτικα; Θα 'πρεπε να είσαι στο κρεβάτι σου από ώρα».
«Συγγνώμη» ψέλλισε δειλά η κοπέλα και κατακόκκινη από ντροπή ξέσπασε σε ακόμη πιο γοερά κλάματα.
Τότε ο Στέλιος την πρόσεξε καλύτερα. Ήταν τέλη Μαρτίου και φορούσε μόνο ένα κοντομάνικο μακό, μια κοντή φούστα και αθλητικά παπούτσια. Δίπλα της ήταν πεταμένος ένας παραγεμισμένος σάκος. Πρέπει να το είχε σκάσει απ' το σπίτι της, και μάλιστα άρον-άρον. Κοίταξε το πρόσωπο της. Ένας μικρός ξανθός άγγελος με τσακισμένα φτερά. Τα μάτια της ήταν πρησμένα απ' το κλάμα. Κι όχι μόνο.. Νόμιζε ότι έκανε λάθος, όμως σίγουρα ήταν μελανιά αυτή η μωβ κηλίδα δίπλα στο αριστερό της μάτι. “Για όνομα του Θεού, κάποιος έχει γρονθοκοπήσει το κακόμοιρο κορίτσι! Δε φαίνεται πάνω από 16 χρονών. Ποιος ξεδιάντροπος θα τα έβαζε μ' ένα παιδί; Τι κόσμος κυκλοφορεί εκεί έξω;” σκέφτηκε. Συνειδητοποίησε τότε το λάθος του κι έσπευσε ν' απολογηθεί για τη συμπεριφορά του.
«Συγγνώμη που σου φώναξα κοπέλα μου, αλλά ήμουν από πριν φορτωμένος και τρόμαξα» της είπε τρυφερά «Είσαι καλά; Χρειάζεσαι κάτι;»
Η νεαρή κοπέλα τον κοίταξε με δυσπιστία κι αφού τον ζύγισε με το βλέμμα της αποφάσισε να τον εμπιστευτεί. “Καλύτερα αυτός από κάποιον άλλο” σκέφτηκε και για κάποιο περίεργο λόγο αυτός ο νεαρός της ενέπνεε ασφάλεια και σιγουριά.
«Χρειάζομαι κάποιον να με πάει στα Τρίκαλα» απάντησε με σπασμένη φωνή.
«Και γιατί πρέπει να πας μόνη σου βραδιάτικα στα Τρίκαλα;» τη ρώτησε όσο πιο ήρεμα μπορούσε για να μην τρομάξει ξανά. Για κάποιο ανεξήγητο λόγο ένιωθε ότι πρέπει να προστατεύσει αυτό το άγνωστο κορίτσι που έπεσε στο δρόμο του.
«Είναι μεγάλη ιστορία.»
«Έχω χρόνο.»
«Απλώς πρέπει να φύγω.» ήταν ολοφάνερο πως έκρυβε κάτι.
Κάτι μέσα του του έλεγε ότι έπρεπε να το ανακαλύψει. Κι ενώ υπό άλλες συνθήκες θα σταματούσε τη συζήτηση και θα συνέχιζε το δρόμο του, αυτός προσπάθησε να την κάνει ν' ανοιχτεί, ξαφνιάζοντας και τον ίδιο τον εαυτό του.
«Γιατί πρέπει...πώς σε είπαμε;»
«Αα..» δίστασε λίγο. Αν και δε φοβόταν τον άντρα απέναντι της, φοβόταν μήπως την επιστρέψει πίσω ή πει σε κανέναν ότι την είδε. Φαινόταν, όμως, πως ήταν αποφασισμένος να ψαρέψει όσο πιο πολλές πληροφορίες μπορούσε. Απ' το να ρωτήσει τριγύρω καλύτερα να τα μάθαινε απ' την ίδια, σκέφτηκε και του είπε εν τέλει το όνομα της. Θα τα έπαιζε όλα για όλα, φτάνει να έβρισκε την πολυπόθητη βοήθεια που χρειαζόταν «..Αργυρώ».
«Χαίρω πολύ Αργυρώ, είμαι ο Στέλιος» είπε και της έδωσε πρόσχαρα το χέρι του. Η Αργυρώ άπλωσε διστακτικά το δικό της, ανταποδίδοντας τη χειραψία. Τη στιγμή που άγγιξαν τα χέρια τους, στα μάτια της ήταν ζωγραφισμένος ο φόβος και ο Στέλιος αφηρημένα αναρωτήθηκε μήπως είχε σχέση με τη μελανιά στο πρόσωπο της.
«Γιατί λοιπόν πρέπει να πας Τρίκαλα Αργυρώ;» συνέχισε τη συζήτηση, δίνοντας έμφαση στο πρέπει.
«Εεε...Έχω μια δουλειά εκεί.» ποτέ στη ζωή της δεν είπε ψέμματα και δε μπορούσε να φανεί πειστική ούτε τώρα.
«Το έχει σκάσει από κάπου.» μπήκε στο προκείμενο ο Στέλιος.
«Μπορεί.»
«Το έχεις σκάσει απ' το σπίτι σου;»
«Μπορεί.»
«Σε χτυπά ο πατέρας σου.» δεν ήταν ερώτηση.
«Όχι μόνο.»
«Πόσο χρονών είσαι Αργυρώ;» ρώτησε απηυδισμένος, έχοντας μαντέψει πλέον την αλήθεια.
«Δεκαέξι..σε λίγες μέρες.»
«Και πόσο καιρό συμβαίνει αυτό;»
«Δυο χρόνια. Ξεκίνησε λίγο μετά τα 14α γενέθλια μου» είπε κι ένιωσε ένα κόμπο στο λαιμό.

Κάποτε ήταν ευτυχισμένη, ήταν άριστη μαθήτρια, ήθελε να σπουδάσει και να κάνει οικογένεια. Γελούσε συνωμοτικά με την καλύτερη της φίλη κι έκαναν όνειρα για το μέλλον. Δεν είχε περάσει καιρός που είχαν γίνει γυναίκες -βιολογικά τουλάχιστον- και ήδη έκαναν σχέδια για το γάμο τους, τα παιδιά που θα έκαναν, το νυφικό που θα φορούσαν. Τη μέρα που έκλεισε τα 14 ενώ η ίδια ήταν πολύ χαρούμενη, διέκρινε μια σκιά στο πρόσωπο της μητέρας της. Την επόμενη μέρα, Κυριακή πρωί, ο πατέρας της ανακοίνωσε πως ήταν πλέον γυναίκα και δε θα πήγαινε ξανά στο σχολείο. Η Αργυρώ έκανε πως συμφωνεί, ήξερε όμως ότι ήταν Πρωταπριλιά και πως ο πατέρας αποκλείεται να το εννοούσε. Δευτέρα πρωί σηκώθηκε γεμάτη κέφι να πάει στο σχολείο. Είχε βάλει μέχρι και την καλή της κορδέλα. Λίγο πριν ανοίξει την πόρτα τη σταμάτησε ο πατέρας της, λέγοντας πως εννοούσε κάθε λέξη που είπε την προηγούμενη ημέρα. Η Αργυρώ του είπε πως είναι πολύ καλή μαθήτρια, πως αγαπάει το σχολείο και πως θέλει να σπουδάσει και δε μπορεί να κάνει αυτό που της ζητά. Εκείνος απάντησε μ' ένα δυνατό χαστούκι και την κλείδωσε στο δωμάτιο της. Κάθε πρωί του έλεγε πως θέλει να γυρίσει στο σχολείο. Κάθε πρωί λάμβανε την ίδια απάντηση. Και κάθε όχι του την πονούσε περισσότερο κι απ' το χαστούκι που το συνόδευε. Κάθε μέρα μακριά απ' το σχολείο της ήταν μια μαχαιριά στην καρδιά. Αυτό συνεχίστηκε μια εβδομάδα, ώσπου η Αργυρώ το πήρε απόφαση πως το σχολείο αποτελούσε πλέον παρελθόν γι' αυτή και μαζί όλα της τα όνειρα. Τα πάντα μέσα της μαύρισαν κι είτε έβλεπες αυτή είτε ένα όρθιο πτώμα ήταν το ίδιο και το αυτό. Η καθημερινότητα της έκτοτε κύλησε σαν μιας παντρεμένης νοικοκυράς. Σηκωνόταν το πρωί, βοηθούσε τη μάνα της με τις δουλειές του σπιτιού, μαγείρευε κι αν της περίσσευε και χρόνος βοηθούσε στα κτήματα. Μόνη της χαρά ήταν τα παλιά της βιβλία που διάβαζε και ξαναδιάβαζε κρυφά, όταν μπορούσε να ξεκλέψει λίγο χρόνο. Τα νεανικά της χέρια, απαλά σαν μετάξι τότε, είχαν αρχίσει να σκληραίνουν και οι πρώτοι ρόζοι έκαναν την εμφάνισή τους. Ντυμένη με ρούχα της μάνας της -ο πατέρας της απαγόρευε να ντύνεται πια με τα παλιά της ρούχα- και σκυμμένη στο έδαφος με μια τσάπα ή μια σκούπα στο χέρι, είχε αρχίσει να εξαφανίζεται ως οντότητα και τη θέση της πήρε μια μεσήλικη γυναίκα. Ακόμη και οι συγγενείς και οι γείτονες, που την ήξεραν όλη της τη ζωή, δε μπορούσαν να διακρίνουν το κοριτσάκι κάτω απ' τα συντηρητικά ρούχα που της φόρεσαν. Τα μακριά ξανθά μαλλιά της είχαν χαθεί κάτω από ένα φακιόλι και μαζί και η ανάμνηση της ξανθομαλλούσας κοπελιάς, που όλο το χωριό θαύμαζε. Πώς να μη χαθεί, άλλωστε, αφού ο πατέρας της της απαγόρευσε να έχει επαφές με άτομα εκτός του σπιτιού. Πολλοί αναρωτήθηκαν για την ξαφνική εξαφάνιση της Αργυρώς, μα όσοι ρώτησαν έλαβαν την ίδια απάντηση: η ίδια αποφάσισε να παρατήσει τα γράμματα και να βοηθήσει τους γονείς της. Ακόμη και η καλύτερη της φίλη, μαζί με την οποία έκαναν σχέδια για το μέλλον τους, είχε μαύρα μεσάνυχτα για το τι συνέβαινε στη φίλη της και γιατί πήρε την απόφαση να εγκαταλείψει τα πάντα έτσι ξαφνικά. Τη μοναδική φορά που η Αργυρώ αποπειράθηκε να την πάρει τηλέφωνο, ο πατέρας της τη χτύπησε και την κλείδωσε στο δωμάτιο της νηστική. Έτσι και η Αργυρώ παραιτήθηκε απ' τη ζωή της και σιγά-σιγά άρχισε να ξεχνά κι αυτή το κορίτσι που άφησε πίσω. Γιατί το ευτυχισμένο κορίτσι με το πολλά υποσχόμενο μέλλον έδωσε τη θέση του σε μια θλιμμένη έφηβη με ψυχή μεσήλικης γυναίκας. Ωστόσο, η δυστυχία της έμελλε να γίνει ακόμη χειρότερη. Η μοίρα της, γραμμένη με έντονα μαύρα γράμματα, της προόριζε ένα ακόμη μεγαλύτερο πλήγμα. Τον τελευταίο καιρό ο πατέρας περνούσε όλο και περισσότερο καιρό στο καφενείο. Κάθε βράδυ γυρνούσε στο σπίτι μεθυσμένος, μύριζε ολόκληρος λες κι είχε πέσει στο βαρέλι με το τσίπουρο. Κι ενώ είχε αρχίσει μέρα με τη μέρα να κιτρινίζει, πίσω απ' την ασθενική του όψη κρυβόταν ένα θηρίο που πάνω στο μεθύσι του έβρισκε τη δύναμη τριών αντρών. Έτσι εκείνο το μοιραίο βράδυ έμελλε να γίνει το βράδυ που η Αργυρώ δε θα ξεχνούσε ποτέ. Η τραγική εκείνη νύχτα στιγμάτισε τη ζωή της μια για πάντα.
Πρώτη φορά έβλεπε η Αργυρώ τον πατέρα της τόσο πιωμένο. Τα μάτια του γυάλιζαν και στα χείλη του είχε ζωγραφιστεί ένα σατανικό μειδίαμα, παρά την οργή του. Το βήμα του αταίριαστα σταθερό για την κατάσταση του. Από την πρώτη στιγμή που τον είδε εκείνο το βράδυ κάτι μέσα της της είπε ότι δεν ήταν για καλό. Ο πατέρας της γυρίζοντας απ' το καφενείο τη βρήκε να διαβάζει κρυφά, κάτι που τον εξόργιζε κάθε φορά. Η Αργυρώ δεν πρόλαβε να κρύψει το βιβλίο και ήταν πια πολύ αργά γι' αυτή. Η τιμωρία της ήταν βέβαιη, αλλά σε καμία περίπτωση δεν περίμενε αυτό που θα ακολουθούσε. Ο μεθυσμένος άντρας την είδε κι επί τόπου άρπαξε το βιβλίο και το έσκισε επιδεικτικά μπροστά της φωνάζοντας. Η μάνα της προσπάθησε να τη δικαιολογήσει, αλλά με μια δυνατή σπρωξιά την έδιωξε. Η γυναίκα αμέσως εξαφανίστηκε. Την ίδια στιγμή ο άντρας άρπαξε την Αργυρώ απ' τα μαλλιά και την έσυρε στο δωμάτιο της. Την έριξε στο κρεβάτι με μια κλωτσιά. Η κοπέλα έμεινε πεσμένη εκεί, ξαπλωμένη μπρούμυτα, με τα πρώτα δάκρυα να κυλούν στα μάτια της, περιμένοντας ν' ακούσει την πόρτα πίσω της να κλειδώνει. Κάτι δεν πήγαινε καλά.. Δύο περίπου λεπτά περίμενε σ' αυτή τη θέση, μα το κλειδί δε γύρισε ποτέ. Απορημένη γύρισε να κοιτάξει τι γίνεται. Στη θέση της αμπαρωμένης πόρτας που περίμενε να δει, αντίκρισε έναν άγνωστο άντρα. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του είχαν σκληρύνει τόσο πολύ που δε μπορούσε να τον αναγνωρίσει. Ο άντρας απέναντι της δεν ήταν ο πατέρας της. Ήταν ένα πεινασμένο αγρίμι, με άγριες διαθέσεις. Εκείνο το ίδιο βράδυ ο πατέρας της ασέλγησε στο κορμάκι της για πρώτη φορά. Ήταν η πρώτη από μια μακριά σειρά τραγικών νυχτών.
Το κοριτσάκι έγινε πια γυναίκα απ' όλες τις πλευρές. Καθετί μέσα της είχε νεκρώσει, μαζί και η ίδια η ύπαρξη της. Η αθωότητα της δε μπορούσε να σωθεί πια. Το σώμα της είχε πλέον βεβηλωθεί. Οι πληγές στην ψυχή της δεν έκλεισαν ποτέ, αντίθετα μάτωναν κάθε μέρα και πιο πολύ μέχρι τη μέρα που πέθανε.

Ο Στέλιος κοίταξε με συμπόνια τον ξανθό άγγελο που του άνοιγε την καρδιά του. Η Αργυρώ σκεφτόταν το μαρτύριο που πέρασε, αυτό που την ώθησε να το σκάσει μέσα στη μαύρη νύχτα. Ήταν ολοφάνερο, γιατί στο βλέμμα της είχαν ζωγραφιστεί η φρίκη και ο τρόμος που έζησε σε αυτό το σπίτι. Τα καταγάλανα μάτια της έμοιαζαν σαν δυο τεράστιες λίμνες έτοιμες να ξεχειλίσουν. Ακόμη και αυτός ο άγνωστος απέναντι της μπορούσε να διαβάσει τον πόνο που έκρυβαν. Χωρίς λόγια, η Αργυρώ του διηγήθηκε το προσωπικό της δράμα. Ο Στέλιος είχε συγκλονιστεί απ' το μαρτύριο που έβλεπε ζωντανό μπροστά να μάτια του. “Μα ποιος θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο σ' αυτό το πλάσμα; Πώς σου πάει η καρδιά να λαβώσεις έναν άγγελο; Πόσο μάλλον το ίδιο σου το σπλάχνο. Τι αλήτης πρέπει να είσαι για να το κάνεις αυτό;” σκέφτηκε κι ένας άγριος θυμός άρχισε να πλημμυρίζει τη σκέψη του.
«Γιατί δε μίλησες σε κανέναν βρε Αργυρώ;» ρώτησε στοργικά, όπως θα μιλούσε στην αδερφή του.
«Μίλησα..» κατάπιε με δυσκολία ένα κόμπο στο λαιμό της και συνέχισε «Η μητέρα είπε ότι έτσι είναι οι άντρες και πως δεν πρέπει να βγάλω τσιμουδιά. Ο αδερφός μου με έδειρε γιατί λέει κατηγορώ άδικα τον πατέρα και θα μας βγει το όνομα» είπε και έπνιξε ένα λυγμό.
«Δεν το πιστεύω..Το κέρατο μου!». Ο Στέλιος κλώτσησε το λάστιχο του αυτοκινήτου του με απίστευτη οργή. Αυτοί δεν ήταν άνθρωποι, ήταν στυγνοί εγκληματίες. Φαντάστηκε πως χτυπούσε τους ίδιους αντί για το λάστιχο του. Η αυθόρμητη αντίδραση του Στέλιου τρόμαξε την κοπέλα, που σαν αγρίμι είχε μάθει να αντιδρά σε απότομες κινήσεις και ήχους. Αυτομάτως μαζεύτηκε αμυντικά. Ο Στέλιος κατάλαβε πως οι πληγές αυτού του κοριτσιού ήταν πολύ βαθιές και προσπάθησε να κατευνάσει τον εαυτό του και την ίδια.
«Μη φοβάσαι Αργυρώ» συνέχισε πιο ήρεμα «Στο δρόμο σου μόνο για καλό βρέθηκα. Μόνο για καλό κορίτσι μου.»
Η Αργυρώ αναθάρρεψε με την ειλικρινή τρυφερότητα του ξένου. Κάτι μέσα της την ωθούσε να τον εμπιστευτεί. Αυτό συμβαίνει σε καθένα που έχει περάσει μια τραγωδία. Σαν φοβισμένο αγρίμι διαισθάνεται τον κίνδυνο.
«Τελικά μπορείς να με βοηθήσεις ή όχι;»
Ο Στέλιος μισογέλασε με το απρόσμενο θάρρος της. Πέρα απ' το δράμα που απλωνόταν μπροστά του σε όλο του το μεγαλείο, την έκανε χάζι τη μικρή. Του θύμιζε πολύ τη μικρή του αδελφή, το μικρό του άγγελο όπως την αποκαλούσε, σύμμαχο και εκτελεστικό όργανο σε όλες τις παιδικές τους σκανταλιές. Όμως η αδελφή του είχε μεγαλώσει, είχε παντρευτεί και ζούσε πλέον μόνιμα στην Κύπρο. Είχε περάσει όμορφα παιδικά χρόνια και τώρα, γυναίκα πια, είχε έναν ευτυχισμένο γάμο. Ενώ αυτό το πλάσμα γνώρισε τον πόνο σε μια τόσο τρυφερή ηλικία. Δε μπορούσε να την αφήσει έτσι, απροστάτευτη. Θα 'ταν σαν να αφήνει απροστάτευτο το δικό του μικρό άγγελο. Το πρόσωπο του σοβάρεψε κι επέστρεψε στη συζήτησή τους.
«Να σε βοηθήσω να πας στα Τρίκαλα;»
«Ναι.»
«Και τι θα κάνεις εκεί; Το ξέρεις ότι θα σε βρουν αμέσως.»
«Θα πάω στην Αθήνα.»
«Μόνη σου; Πού θα πας; Πώς θα ζήσεις;»
«Δεν ξέρω, αλλά οπουδήποτε είναι καλύτερα από εδώ. Δε γυρίζω πίσω. Τέλος.»
«Συμφωνώ.»
«Λοιπόν; Θα με βοηθήσεις;»
«Μπορώ να κάνω αλλιώς;»
«Θα με πας στα Τρίκαλα;» ρώτησε και για πρώτη φορά μετά από καιρό γέμισε ελπίδα και αισιοδοξία.
«Όχι» απάντησε απότομα ο Στέλιος, μα πριν προλάβει να απογοητευτεί η Αργυρώ συμπλήρωσε «θα σε πάω στη Λάρισα για να κερδίσεις χρόνο».
Η Αργυρώ τσίριξε απ' τη χαρά της κι αγκάλιασε το Στέλιο. Η κίνηση της εξέπληξε ακόμη και την ίδια, όμως τόσο ευτυχισμένη είχε να νιώσει δύο χρόνια.
«Σ' ευχαριστώ! Είναι το καλύτερο δώρο που μου έχουν κάνει ποτέ!»
«Καλά μη φωνάζεις και μας πάρουν χαμπάρι προτού ξεκινήσουμε. Δε μπορώ να κάνω αλλιώς, αφού βρέθηκες στο δρόμο μου..Και κόντεψα να σε πατήσω».
Παρόλο που το έπαιζε υπεράνω, μέσα του χαιρόταν όσο και η Αργυρώ. Και, γιατί όχι, καμάρωνε την ηρωική του πράξη.

Αρκετή ώρα αργότερα είχαν φτάσει στη Λάρισα. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής, η Αργυρώ βρήκε το χαμένο από καιρό κέφι της. Το κορίτσι που έκρυβε η μεσήλικη γυναίκα είχε βγει στην επιφάνεια -έστω και για μια νύχτα. Ο Στέλιος είχε απέναντι του ένα πολύ ευγενικό κορίτσι με απίστευτο χιούμορ. Του θύμιζε όλο και πιο πολύ την αδελφή του. Κάθε χιλιόμετρο που διέσχιζαν τη συμπαθούσε όλο και πιο πολύ. Μόλις έφτασαν, ο Στέλιος έβγαλε 30.000 δραχμές από το πορτοφόλι του και τις έδωσε στην Αργυρώ.
«Αυτά έχω πάνω μου. Πάρτα και σε καλή μεριά.»
«Στέλιο αυτά είναι πάρα πολλά λεφτά, δε μπορώ να τα δεχτώ.»
«Μπορείς και παραμπορείς. Αν δεν τα πάρεις, σε γυρνάω στην Καλαμπάκα.»
«Όχι εντάξει! Τα κρατάω.»
«Έτσι μπράβο. Αυτό είναι το τηλέφωνο μου. Ό,τι και να χρειαστείς πάρε με τηλέφωνο και θα έρθω εγώ ο ίδιος στην Αθήνα να σε πάρω. Άντε καλό ταξίδι».
Η Αργυρώ συγκινημένη δάκρυσε κι έκανε να βγει απ' το αμάξι. Όμως την τελευταία στιγμή άλλαξε γνώμη και ξανακάθισε.
«Πάμε κάπου;» ρώτησε γελώντας ο Στέλιος
«Στέλιο πόσο χρονών είσαι;»
«22 κύριε ληξίαρχε, γιατί ρωτάτε;»
«Με περνάς δηλαδή μόνο έξι χρόνια.»
«Μόνο» τη μιμήθηκε ειρωνικά.
«Αν δεν πάνε καλά τα πράγματα στην Αθήνα θα γυρίσω και θα σε παντρευτώ.»
«Θα περιμένω με ανοιχτές αγκάλες» απάντησε και γέλασαν και οι δύο. «Καλή τύχη μικρή μου. Σου εύχομαι να βρεις αυτό που ονειρεύεσαι». Αγκαλιάστηκαν και βγήκε απ' το αμάξι βουρκωμένη.

Τελικά η βαθύτερη φιλία στη ζωή της κράτησε λίγες μόνο ώρες...

Σχόλια

  1. Αυτό το καλοκαίρι άρχισα να ασχολούμαι ξανά με μια ιστορία που είχα αφήσει στην άκρη. Πριν ένα χρόνο και κάτι είχα δημοσιεύσει εδώ άλλο ένα απόσπασμα από την ίδια ιστορία (Ο μονόλογος της Ρούλας http://lisaissmiling.blogspot.gr/2012/03/blog-post_12.html) οπότε κάποιοι από εσάς μπορεί να το θυμάστε. Η αλήθεια είναι πως έγραψα αρκετά φέτος το καλοκαίρι, αλλά είτε τα αποσπάσματα ήταν φαινομενικά ασύνδετα(χρειάζονταν μια γέφυρα δηλαδή με την ιστορία) είτε επρόκειτο για τον επίλογο που δε θα ήθελα να τον αναρτήσω πριν αναρτήσω πριν από την υπόλοιπη ιστορία(όταν με φωτίσει ο Θεός να την τελειώσω). Η συνέχεια στις οθόνες σας... :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Με συυγκίνησες παλιόπαιδο ... :') είναι πανέμορφη η ιστορία!!!! Περιμένω τη συνέχειααααααα!!!! Μην αργείς :P

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σ' ευχαριστώ πολύ για τα όμορφα σου λόγια.. :* Η αλήθεια είναι ότι τον τελευταίο καιρό δεν έγραψα και πολύ, θα προσπαθήσω να δημοσιεύσω τη συνέχεια, όμως, σύντομα.

      Διαγραφή
    2. Χαίρομαι.... :)))
      Και όταν εκδοθεί με το καλό σε βιβλίο θα μαι η πρώτη που θα το αγοράσω να ξέρεις ;)

      Διαγραφή
    3. Φοβάμαι ότι τη μέρα που θα το ολοκληρώσω θα μου λένε "κάτσε γιαγιά έχεις τη μέση σου" χαχαχαχαχα :)

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μια κακή ιδέα...

Μια κακή ιδέα... Ο έρωτας κι ο θάνατος είναι για τους γενναίους... Μα ήμασταν δειλοί αγάπη μου. Εμείς οι δυο πολεμιστές, σε ανέλπιδη μάχη. Μια καρδιά για λάφυρο. Δεν ήταν έρωτας αυτό που ζήσαμε, ήτανε μια κακή ιδέα. Ο μικρός φτερωτός θεός κοιτούσε αλλού κι εμείς βιαστήκαμε να κάνουμε το λάθος. Αθόρυβα, σαν δυο ύπουλοι εγκληματίες. Θέαμα γελοίο συνάμα και τραγικό. Η μάχη αυτή αέναη, δε σταματά ούτε μετά τη νίκη. Σύντομα έμαθα ότι ο έρωτας δεν έχει νικητή. Κάποιες λέξεις φτιάχτηκαν για να ακούγονται μόνο με τη φωνή σου... Άργησα να το μάθω. Βιάστηκες να το ξεχάσεις. Έτσι αθόρυβα όπως άρχισαν όλα, έτσι ήταν γραφτό να τελειώσουν. Μοίρα; Δεν ξέρω αν πιστεύω στη μοίρα. Φυσικό επακόλουθο θα σου πω. Πάλι δε θα πεις τίποτα. Δεν πειράζει. Έχω συνηθίσει τις σιωπές.. Άλλη μια νύχτα θα μιλώ με σκιές και φαντάσματα. Άλλη μια νύχτα που εσύ δε θα 'σαι εδώ. Άλλη μια νύχτα που σε μισώ. Γιατί δε μ' άφησες να σ' αγαπ...

The summer that never was..

Once upon a summer... Ένα ακόμη καλοκαίρι σαν όλα τ' άλλα.. Ή μήπως όχι? Όλα άρχισαν μ' ένα φιλί.. Ένα αστείο συμβάν κατά τη διάρκεια ενός παιχνιδιού. Οι φίλοι της της είπαν ότι δεν τολμά να φιλήσει τον άγνωστο στο μπαρ που την κοιτούσε, αυτή επέμενε για το αντίθετο. Ήταν ένα από εκείνα τα στιγμιότυπα που αλλάζουν τη ζωή σου. Ένα δίλημμα δίχως νόημα, ένα στοίχημα με τον εαυτό σου. Κι όμως, ένα μικρό ρίσκο αρκεί για ν' αλλάξει όλη σου η πορεία.. Ένα μικρό ναι μπορεί να σκοτώσει δέκα τεράστια όχι μέσα σου. Γιατί αυτή η σύντομη στιγμή θάρρους μπορεί να σου δώσει την ώθηση να ξεπεράσεις τα όριά σου, να υπερπηδήσεις όλα τα εμπόδια που στέκονται ανάμεσα σε σένα και το μέλλον σου. Η Κ. πάντα ονειρευόταν να γίνει συγγραφέας, να γυρίσει τον κόσμο και να γράψει για τις εμπειρίες τα όνειρα και τις προσδοκίες της. Προσδοκίες.. Μία λέξη, δέκα γράμματα, δέκα τεράστια ΟΧΙ στο δρόμο της. Αυτή η λέξη της άλλαξε κατεύθυνση, στράφηκε σε όσα με τόση αυτοθυσία θέλησαν να της...

Ένα παραλίγο παραμύθι...

Δυο καθημερινοί άνθρωποι. Ένας νεανικός έρωτας. Μια ιστορία που δεν έγινε ποτέ παραμύθι. Μια φορά κι έναν καιρό η Μ. γνώρισε τον Σ. κι έγιναν ζευγάρι. Η ιστορία που ακολουθεί δεν είναι παραμύθι. Γνωρίστηκαν όπως όλοι οι συνηθισμένοι άνθρωποι. Ίσως όχι όλοι. Η γνωριμία τους, όμως, ήταν η τυπική γνωριμία εφήβων. Δυο 17χρονοι μαθητές Λυκείου που βρέθηκαν στο ίδιο τραπέζι μιας κοινής παρέας, σ' έναν κατά τ' άλλα συνηθισμένο απογευματινό καφέ. Μαθητές της ίδιας τάξης, στο ίδιο σχολείο, αλλά σε διαφορετικά τμήματα. Άγνωστοι μέχρι τότε, αόρατοι ο ένας για τον άλλο. Μια πεζή ιστορία, αλήθεια, και βαρετή. Ερωτεύτηκαν με όλη την ορμητικότητα των νιάτων τους, όσο θα μπορούσαν δηλαδή δυο νεαρά παιδιά να γνωρίζουν τι εστί έρωτας. Σε χρόνια πιο αθώα σε σύγκριση με τα σημερινά, όχι πολύ καιρό πριν. Τότε ακόμη που το σεξ δεν ήταν το ζητούμενο, αλλά η ολοκλήρωση. Έννοιες χαμένες τώρα τελευταία. Μοιράστηκαν έναν έρωτα, όχι επικό, ούτε κινηματογραφικό. Έναν έρωτα απλό. Σαν την τροφή. Μι...