Όχι ρε φίλε, πάλι Δευτέρα, έχει καταντήσει αηδία... Φεύγουνε οι μέρες, πετούν και χάνονται κι εσύ κολλημένος, θαρρείς, στην ίδια θέση, ακινητοποιημένος από ένα ξόρκι -ή κατάρα;- να παρατηρείς τη ζωή να τρέχει. Να κυλάει σαν χείμαρρος· πηγαίος, ασταμάτητος, σαρωτικός. Για όλους εκτός από σένα. Εσύ. Υπόδουλος της φενάκης του γυαλιού. Ανίκανος να κάνεις βήμα μπρος ή πίσω. Αειθαλής ηδονοβλεψίας παγιδευμένος σ' έναν αντικατοπτρισμό ζωής, να παρακολουθείς το "εκεί" γιατί το "εδώ" δεν έχει πια κανένα ενδιαφέρον. Σαν τη γριά στο παράθυρο ένα πράγμα.
Έχει και τη γοητεία του το γυαλί. Οι άνθρωποι μοιάζουν ποιητικά απόμακροι και όμορφοι, σαν τους κοιτάς κρυμμένος πίσω από τη διάφανη ασπίδα σου. Χαμένοι στις σκέψεις τους, δε σε βλέπουν. Κι ούτε θες. Σου αρέσει απλώς να τους παρατηρείς· να σκαρφίζεσαι ιστορίες για εξαθλιωμένες πριγκίπισσες, δράκους που έχουν στερέψει από φωτιά και ιππότες σε μεταλλικά άλογα. Πριγκίπισσες γυμνές, μακριά από το σπίτι τους και την ασφάλεια του μητρικού χαδιού, με την πλάτη γεμάτη αμυχές και μια τραγωδία ζωγραφισμένη στο βλέμμα τους. Ιππότες που ρυπαίνουν την ατμόσφαιρα με καυσαέρια, κυνηγώντας πάντα το βασιλιά κτηνώδη έρωτα. Σκυφτοί διαβάτες που περπατούν γρήγορα μπροστά από το τζάμι σου, καθώς εσύ αναρωτιέσαι μήπως πέρασε από μπροστά σου κάποιος ποιητής. Στα μάτια σου λιλιπούτεια μυρμήγκια-εργάτες, στο έλεος της βασιλομήτωρος πατρίδας.
Κι εσύ γίνεσαι ο σκωπτικός παντογνώστης, μεγαλοδύναμος και υπέρτατος, στον τσιμεντένιο θρόνο του ορόφου σου. Να κοιτάς τις μίζερες ζωές αφ' υψηλού και να νομίζεις φευγαλέα ότι εσύ τις διαφεντεύεις. Να σκίζεις προσωρινά το χιτώνιο της θνητότητας σου. Ο παντοκράτωρ Θεός του πεζοδρομίου, των αποτσίγαρων και της βρωμιάς. Μίζερος και θλιβερός όπως οι υπήκοοι σου, τα ανθρωπάκια που δημιούργησες κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν σου.
Έχει και η εξαθλίωση την ομορφιά της. Είναι η ποίηση που της προσδίδει την αίγλη του αθάνατου και της αϊδίου δόξας. Ξακουστή εις τους αιώνες σαν μοιρολόι θλιβερό και ατέρμονο. Κι ύστερα κι εκείνο, το σύμπλεγμα ανωτερότητας του αγέρωχου βασιλέως, που εξανδραποδίζει ανώνυμους παρείσακτους και υφαρπάζει τη ζωή τους ως λάφυρο. Να τη μεταχειριστεί με αλαζονεία και να την καταποντίσει στα Τάρταρα για τη δική του αναψυχή.
Είναι η φαντασία βάρβαρος λεηλατητής, που συντροφεύει το συγγραφέα τούτες τις μοναχικές ώρες του ξημερώματος. Σαν σειρήνα γητεύει και εκμαυλίζει, θυσιάζοντας διερχόμενες ζωές για λίγες λέξεις. Λέξεις... Εθισμός, ζωή και θάνατος σε τούτα τα συνυφασμένα σύμβολα που ο άνθρωπος ονόμασε αλφάβητο, βαφτίζοντας σε μαργαριταρένια κολυμβήθρα το άλφα ως αρχή και γέννηση και το ωμέγα τέλος και αδάμαστος θάνατος.
Είναι η σημερινή καλημέρα παράδοξη, σαν τη θολούρα του μυαλού μου. Ο συγγραφέας μέσα μου θεόπεμπτος μεσσίας, οιηματίας πάντα ο ανανήψας εξαρτημένος, αποπροσανατολισμένος ξανά σε μια φάτα μοργκάνα που κυκλώνει την ύπαρξη του, υποσχόμενη τη θεία σωτηρία από τα δεινά της αλγεινής πραγματικότητας. Η συγγραφή γίνεται μέσο διαφυγής, οι λέξεις στα πόδια μου φτερά· επουράνιο δώρο να εναποθέτεις νεφέλες στο χαρτί.
Με τούτες τις δαιδαλώδεις σκέψεις σας καλημερίζω, καθώς το νου μου κυκλώνει η σκέψη της ζωής και του θανατου· μακάβριο, ίσως, συνακόλουθο της επικαιρότητας. Αποδημία εις το σκότος. Οικεία χώρα του μυαλού μου. Οι δαίμονες ξύπνησαν. Οι αδιαφιλονίκητοι κατακτητές επιβάλλουν το ζοφερό τους πραξικόπημα. Κενό. Μια ψυχή προς πώληση ή ενοικίαση.
Δεν ξέρω πώς κατέληξα εδώ... Εγώ για μια συννεφιασμένη Δευτέρα θέλησα να γράψω.
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠαντα θα υπαρχει μια ηλιαχτιδα που θα διαπερνα καθε συννεφιασμενη ημερα. Αρκει να ανοιξεις καλα τα ματια σου και να την δεις! ;)
ΑπάντησηΔιαγραφή