Ο Ν. κοιτούσε επίμονα την κοπέλα στο μπροστινό του κάθισμα. Για την ακρίβεια, το μόνο που μπορούσε να διακρίνει ήταν ο κότσος στα μαλλιά της. Ένας μικρός, πεταχτός, ολοστρόγγυλος κότσος. Για λίγη ώρα το κέντρο της ύπαρξης του ήταν αυτός ο αναιδής κότσος. Κι εκείνος, λες κι ήταν ζωντανός, λες κι είχε φυσική -και ψυχική- υπόσταση, τον κοιτούσε κι αυτός. Με θράσος ορθωνόταν μπροστά του -μόνο αυτός ξεχώριζε πάνω απ' την πλάτη του καθίσματος. Κάθε φορά που αναπηδούσε το λεωφορείο, τραμπαλιζόταν κι εκείνος μπροστά του με αγένεια. Για κάποια αδιόρατη αιτία τον εκνεύριζε αφάνταστα. Αυτή η μικρή, ζωηρή τριχόμπαλα του επέβαλλε περιπαικτικά την παρουσία της. Μια δύναμη μέσα του τον διέταζε να τον τραβήξει. Το χέρι του μυρμήγκιαζε ολόκληρο από εκείνη την αφόρητη ώθηση -να το απλώσει και να τραβήξει τον κότσο. Και η ατίθαση σφαίρα να του βγάζει ειρωνικά τη γλώσσα. Χωρίς περίσκεψη, χωρίς αιδώ, για μια ολόκληρη ώρα μόνη του σκέψη ήταν να διαλύσει το αντικείμενο της -αδικαιολόγητης είναι η αλήθε...