Ξημερώνει Όχι ρε φίλε, πάλι Δευτέρα, έχει καταντήσει αηδία... Φεύγουνε οι μέρες, πετούν και χάνονται κι εσύ κολλημένος, θαρρείς, στην ίδια θέση, ακινητοποιημένος από ένα ξόρκι -ή κατάρα;- να παρατηρείς τη ζωή να τρέχει. Να κυλάει σαν χείμαρρος· πηγαίος, ασταμάτητος, σαρωτικός. Για όλους εκτός από σένα. Εσύ. Υπόδουλος της φενάκης του γυαλιού. Ανίκανος να κάνεις βήμα μπρος ή πίσω. Αειθαλής ηδονοβλεψίας παγιδευμένος σ' έναν αντικατοπτρισμό ζωής, να παρακολουθείς το "εκεί" γιατί το "εδώ" δεν έχει πια κανένα ενδιαφέρον. Σαν τη γριά στο παράθυρο ένα πράγμα. Έχει και τη γοητεία του το γυαλί. Οι άνθρωποι μοιάζουν ποιητικά απόμακροι και όμορφοι, σαν τους κοιτάς κρυμμένος πίσω από τη διάφανη ασπίδα σου. Χαμένοι στις σκέψεις τους, δε σε βλέπουν. Κι ούτε θες. Σου αρέσει απλώς να τους παρατηρείς· να σκαρφίζεσαι ιστορίες για εξαθλιωμένες πριγκίπισσες, δράκους που έχουν στερέψει από φωτιά και ιππότες σε μεταλλικά άλογα. Πριγκίπισσες γυμνές, μακριά από το σπίτι του...