Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Πες μου ένα παραμύθι πριν φύγεις...



Θυμάσαι τότε που ξαπλώσαμε στο ίδιο κρεβάτι; Χωρίς σεξ, χωρίς παθιασμένα φιλιά, κλέβοντας πεταχτά βλέμματα ο ένας μέσα απ' τα μάτια του άλλου. Μερικές φορές είναι ωραίο απλά να ξαπλώνεις, χωρίς λόγια, χωρίς πράξεις, χωρίς προσδοκίες. Να πλαγιάζεις δίπλα σ' ένα ζεστό κορμί και να ονειρεύεστε μαζί. Απλά να απολαμβάνεις την οικειότητα της στιγμής.

Όλοι αναζητούμε ρανίδες συντροφικότητας, κανείς δεν το παραδέχεται. Ποτέ. Καρτερούμε στις σκιές, αθέατοι, περιμένοντας τον επόμενο διαβάτη που θα περάσει για λίγο από τη ζωή μας. Δε ζητάμε και δεν δινόμαστε. Αντικατοπτρισμοί ύπαρξης, άπιαστα αερικά. Καπνός. Άνθρωποι μόνοι.

Ξαπλώναμε ο ένας δίπλα στον άλλον σιωπηλοί, λες και οι λέξεις ήταν μάγια σκοτεινά, που κρέμονταν πάνω από τα κεφάλια μας απειλώντας να μιάνουν τη μέθεξη που συντελούνταν στις ψυχές μας. Ο χτύπος του ρολογιού έκοβε την αιθέρια σιγή στα δύο, υπενθυμίζοντάς μας το χρόνο που τρέχει, τρέχει συνεχώς, δεν περιμένει κανέναν και πίσω ποτέ δε γυρνά για αργοπορημένους επιβάτες.

***

Πολλές φορές προσπάθησαν οι άνθρωποι να νικήσουν το χρόνο. Εφηύραν ρολόγια και προσπάθησαν να τα κάνουν να κυλήσουν κατά το δοκούν, με την ταχύτητα που εκείνοι επιθυμούσαν. Μάταια... Ό,τι κι αν έκαναν, όσες φορές κι αν γύριζαν τους ωροδείκτες πίσω, ο χρόνος δεν σταματούσε. Οι μέρες, οι μήνες, οι εποχές... Όλα περνούσαν μπρος από τα μάτια τους. Κι όσα ονόματα κι αν του άλλαξαν, ο χρόνος δεν γελάστηκε. Γιατί το πιο αλάνθαστο ρολόι ήταν τα κορμιά τους. Εκείνα τα φθαρτά κορμιά που πάλευαν να ξεφύγουν από τη θνητή τους φύση, που πάλευαν ν' αγγίξουν την αιωνιότητα. Ο χρόνος τα άγγιξε όλα, ένα προς ένα, και παρευθύς έγινε ο αδιαφιλονίκητος θεός του Κάτω Κόσμου.

***

Ήθελα να σου πω ότι ο έρωτας μπορούσε να νικήσει το χρόνο. Πάνω στον ακαταμάχητο έρωτα, τον ακλόνητο κατακτητή, τα θνητά μας κορμιά μπορούν ν' αγγίξουν μια στιγμή αιωνιότητας πριν τα κάψει το έκπαγλο φως των ανώτερων δυνάμεων που αψήφησαν. Ήθελα...
Προσπάθησα, ειλικρινά. Είχα πολλά να σου πω.
Φοβήθηκα. Φοβήθηκα μήπως τον φέρεις μ' έναν αναντίρρητο τρόπο στη ζωή μου. Μήπως δίπλα σου ξεχάσω να ζω μόνη. Την είχα ανάγκη τη μοναξιά μου.

***

Ο χρόνος συνέχιζε πάντα να προχωρά αμείλικτος. Τόσο αργά και τόσο γρήγορα, σε μια παράφρονα ταυτόχρονη πορεία. Αιωνιότητα δευτερολέπτων. Το ατέρμονο μαρτύριο της σταγόνας. Δεν άντεξαν, στο τέλος, οι άνθρωποι τα βάρβαρα δευτερόλεπτα. Έμαθαν να μετρούν το χρόνο με αναμνήσεις. Έγινε η προσμονή πιο γλυκιά. Ο χρόνος, εντούτοις, δεν έπαψε ποτέ να περνά και να φεύγει για πάντα

Θυμάμαι διάβαζα στα μάτια σου κάθε βράδυ το δικό σου φόβο. Για το θριαμβευτή χρόνο και για τους φόβους σου. Τον αγώνα σου να επικρατήσεις έστω και για μία στιγμή. Συχνά απόρησα, αν ήμουν κι εγώ μία από εκείνες τις προσπάθειες. Μάταια... Ήμασταν μονάχα δυο ψυχές στο πλήθος.

Οι μαχητές της αιωνιότητας δεν παραιτήθηκαν ποτέ. Συμβιβάστηκαν σε μια προσωρινή ανακωχή. Μόνη τους επικράτηση - πες το απέλπιδα αντίδραση- να στέκονται άπρακτοι, ακούγοντας το αδυσώπητο κλικ των δεικτών ενός ρολογιού. Προσπαθούν να εξουσιάσουν το χρόνο αγνοώντας τον. Αργοπίνοντας το νερό της λήθης. Σκοτώνοντας ώρες και τις θνητές ζωές τους μαζί. Περιφρονώντας την ίδια τη θνητότητα τους.

***

Με κράτησες σφιχτά στα δυο σου χέρια, λες και φοβόσουν μη σου φύγω. Γκρέμισα κάθε τοίχο εκείνη τη νύχτα και αφέθηκα στο καθησυχαστικό σου άγγιγμα. Αποκοιμήθηκα στη θαλπωρή της ζεστής αγκαλιάς σου, που σαν απροσπέλαστη ασπίδα με προστάτευε απ' όλους τους εφιάλτες. Εκεί, στην κατευναστική ασφάλεια του στέρνου σου, κρυφάκουσα τους άτακτους χτύπους της καρδιάς σου. Τα χείλη μου, αθόρυβα, ψιθύρισαν κάποιο μυστικό. Ποτέ ξανά δεν είχα νιώσει τόσο κοντά σου. Το μαγικό εκείνο βράδυ, τα όνειρά μας μπερδεύτηκαν και γίνανε ένα.

***

Τι ήμασταν άραγε; Δεν ρώτησα ποτέ, δεν έβαλες ταμπέλες, δεν ενδιέφερε κανέναν απ' τους δύο. Ξέραμε όμως τι δεν ήμασταν. Και τι δεν θέλαμε να γίνουμε. Αποφασίσαμε να απολαύσουμε για λίγο εκείνη την αβάφτιστη ευτυχία, δίχως να τη βεβηλώσουμε με ονόματα και ιδιότητες που δεν της πρέπουν. Κάναμε σημαία τα όσα φοβόμασταν και την κυματίσαμε περήφανα πάνω από τις ζωές μας.

Ζήσαμε για λίγο καιρό έναν έρωτα. Όχι, τώρα που το σκέφτομαι δεν ήταν έρωτας, αλλά, διάολε, ήταν κάτι σαν έρωτας. 

***

Είχα ξαπλώσει πιο κοντά σου από ποτέ. Δεν ήμουν δίπλα σου, είχα τρυπώσει μέσα σου. Είχα αγγίξει την ψυχή σου. Το ένιωσες κι εσύ. Σε περιόρισε σαν ρούχο ξένο, δανεικό. Βιάστηκες να μαζέψεις τις αποσκευές σου, να κυνηγήσεις νέα εφήμερα. 

Τα βήματα σου βάρυναν και ξύπνησα απ' τη λήθη. Είχες πολλές αποσκευές, τώρα πια το έβλεπα. Στους κυρτωμένους ώμους και τα σκοτεινιασμένα σου μάτια διάβασα τα ανείπωτα, που τόσο καιρό, κρυφά απ' όλους, κουβαλούσες. Οι μέρες μας μαζί ήτανε πλέον μετρημένες...

Κάπου, κάποτε, είχες δώσει τα ρέστα σου κι είχες χάσει. Πόνταρες όνειρα, ελπίδες, συναισθήματα και το μόνο που έμεινε ήταν απογοήτευση. Γι' αυτό τώρα τρέχεις. Εγκαταλείπεις την παρτίδα πριν σε εγκαταλείψει εκείνη. Τρέχεις να ξεφύγεις από τα βρόχια του έρωτα. Δε χρειάζεται να μου εξηγήσεις.

Καταλαβαίνω. Πάντα καταλάβαινα...

***

«Μη φεύγεις ακόμη» ψιθύρισα με σπασμένη φωνή. «Πες μου ακόμη ένα παραμύθι. Γιάτρεψε μου τις πληγές». Κι εσύ με πήρες ξανά στην αγκαλιά σου, το άσυλο της πληγωμένης μου οντότητας. Με άγγιξες με το τρυφερό σου χάδι κι εγώ ανατρίχιασα σύγκορμη. Η καυτή σου ανάσα, σαν βελούδο χάιδευε το πρόσωπό μου. «Μια φορά κι έναν καιρό...» στο άκουσμα της βαριάς σου φωνής ένιωσα ασφάλεια και σου χαμογέλασα. «...ήτανε τρεις πριγκίπισσες, που ήτανε ξακουστές για τις χάρες τους στα πέρατα της οικουμένης. Η πρώτη, η μεγαλύτερη, είχε την πιο όμορφη φωνή του κόσμου. Τόσο μελωδική, που σώπαιναν τα αηδόνια για να ακούσουν το τραγούδι της. Η δεύτερη, ήταν η πιο όμορφη γυναίκα σε όλο το βασίλειο. Τόσο όμορφη που τα λουλούδια άνθιζαν στο πέρασμά της. Είχε κατάξανθα μαλλιά σαν ξωτικό και αλαβάστρινη επιδερμίδα.»

Έκανες μια από τις περίφημες δραματικές σου παύσεις -σου άρεσε να ψαρεύεις από τα μάτια μου την επιβεβαίωση. Σε κοίταξα σαν ανυπόμονο παιδί, λες κι ήσουν ο μαριονετίστας που με τη φωνή του κινούσε τα νήματα της ύπαρξής μου. Χαμογέλασες αυτάρεσκα με το κατόρθωμά σου και συνέχισες «Η πιο σπουδαία, όμως, απ' όλες τις πριγκίπισσες ήταν η τελευταία, η μικρότερη. Δεν είχε μελωδική φωνή, ούτε αψεγάδιαστη ομορφιά. Ήταν μια κοπέλα όπως όλες οι άλλες. Κι αυτό ήταν που την έκανε την πιο ξεχωριστή. Γιατί μέσα σε αυτή τη συνηθισμένη κοπέλα έκαιγε μια άσβεστη φλόγα. Ήταν γενναία και έξυπνη. Δίκαιη και λογική. Πρόθυμη και ανιδιοτελής. Αγαπούσε όλο τον κόσμο και άπλωνε το χέρι της σε κάθε αβοήθητο πλάσμα. Μολαταύτα, κανείς δεν την πρόσεχε. Οι αδερφές της  πάντα θάμπωναν όλους τους υπηκόους με τα οφθαλμοφανή τους χαρίσματα. »

Μου έγνεψες συνωμοτικά και κατάλαβα ότι η ιστορία έμελλε να πάρει νέα τροπή. «Ένα πρωί, ο βασιλιάς πατέρας τους τις κάλεσε στην αίθουσα του θρόνου. Τα νέα ήταν ευχάριστα. Ο πρίγκιπας του γειτονικού βασιλείου είχε έρθει κι είχε ζητήσει μια από τις κόρες του σε γάμο. Οι νεαρές γυναίκες χαμογέλασαν στο άκουσμα αυτού του νέου. Κάθε νεαρή κοπέλα, σε κάθε βασίλειο, ονειρευόταν να γίνει γυναίκα του. "Εμένα θα παντρευτεί πατέρα, έτσι δεν είναι; Άλλωστε προηγούμαι" ρώτησε εναγωνίως η μεγαλύτερη. Όταν ο ηλικιωμένος άντρας δεν απάντησε, πήρε σειρά η μεσαία κόρη. "Μήπως πατέρα είδε εμένα και μ' ερωτεύτηκε;" Ο βασιλιάς κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. Άξαφνα στράφηκαν όλοι στην τρίτη πριγκίπισσα. Όλη αυτή την ώρα, η μικρότερη πριγκίπισσα καθόταν σιωπηλή στην άκρη. "Μήπως δεν θες να τον παντρευτείς κόρη μου;" τη ρώτησε στοργικά ο βασιλιάς. "Δεν έχω πρόβλημα πατέρα. Οι αδερφές μου είναι μεγαλύτερες και πιο χαριτωμένες από μένα. Ας γίνουν αυτές ευτυχισμένες, προηγούνται." ψέλλισε διστακτικά. Οι άλλες δυο γυναίκες άρχισαν να μιλάνε ταυτόχρονα και να λογομαχούν για το ποια ήταν πιο άξια να παντρευτεί τον περιζήτητο πρίγκιπα. Ένα βουητό απλώθηκε παντού στην αίθουσα του θρόνου.» 

Τα λόγια σου ήταν γάργαρο νερό, κι εγώ η διψασμένη περιπλανώμενη στην έρημο, που βρήκα επιτέλους μια μικρή όαση δροσιάς. « Ένα νεύμα του βασιλιά ήταν αρκετό για να πάψει κάθε ήχος, ανθρώπινος και μη.» Ανασήκωσα το κεφάλι μου και σε κοίταξα στα μάτια. Ο σαρκασμός ήταν εμφανής στο πρόσωπό μου. Μου άφησες ένα απαλό φιλί στα χείλη. Ποτέ μου δεν κατάλαβα τι σου άρεσε τόσο πολύ όταν σ' ειρωνευόμουν. Συνέχισες ατάραχος τη διήγηση, λες και δεν σε είχα διακόψει καθόλου. « "Ο πρίγκιπας της Πέρα Χώρας μου ανακοίνωσε πως θέλει να ζητήσει μια από τις κόρες μου σε γάμο. Αλλά επειδή δεν σας γνωρίζει, μου ζήτησε να σας βάλω μια δοκιμασία. Όποια περάσει τη δοκιμασία, θα είναι, λέει, άξια να γίνει γυναίκα του." Οι νεαρές κοπέλες κοιτάχτηκαν απορημένες. Ποτέ ξανά δεν είχαν ακούσει τέτοια τρελή ιδέα! "Σε καθεμιά από εσάς θα δοθεί ένα τμήμα του βασιλείου. Θα επισκεφτείτε κάθε γωνιά του τμήματος που σας αναλογεί. Η δοκιμασία θα σας βρει εκεί. Εσείς δεν θα γνωρίζετε τίποτε περισσότερο". Η μικρότερη πριγκίπισσα πήγε να σπάσει πρώτη τη σιωπή. "Στη δοκιμασία θα συμμετέχετε και οι τρεις. Αυτός είναι απαράβατος όρος." απάντησε ο βασιλιάς, σαν να είχε μαντέψει τις σκέψεις της κόρης του.» Ένα κορνάρισμα ακούστηκε από τον αυτοκινητόδρομο και μ' έβγαλε για λίγο από την ύπνωση μου. Η πραγματικότητα έμοιαζε τόσο σκληρή και κρύα. Ανυπομονούσα να χωθώ βιαστικά κάτω από το πέπλο του παραμυθιού σου.

«Μη σταματάς» σε ικέτεψα με βραχνή φωνή. Με αγκάλιασες στοργικά. Δεν θα με εγκατέλειπες πριν μου χαρίσεις το στερνό μας παραμύθι. Σύντομα η φωνή σου με τύλιξε ξανά και με ταξίδεψε πάλι στη χώρα του ονείρου. «Το επόμενο πρωί οι τρεις πριγκίπισσες επιβιβάστηκαν στις άμαξες τους και ξεκίνησαν η καθεμιά για το δικό της μεγάλο ταξίδι. Κατά το μεσημεράκι, η  μεγαλύτερη πριγκίπισσα διέταξε τον αμαξά να σταματήσει δίπλα στο ποτάμι, στις παρυφές του Πέτρινου Δάσους, να ξεκουραστούν. Ο αμαξάς της υπενθύμισε ότι το δάσος είχε πάρει το όνομά του από τις αιχμηρές πέτρες που οριοθετούσαν το στενό μονοπάτι. Αν τους έπιανε η νύχτα, θα ήταν πολύ επικίνδυνο για το άλογο να το διασχίσει στα σκοτεινά. Η πριγκίπισσα κάγχασε και τον διέταξε ξανά να σταματήσει. Ο ήλιος δεν άργησε να δύσει, το σκοτάδι αργά αλλά σταθερά άρχισε να κερδίζει έδαφος. Το μονοπάτι στο Πέτρινο Δάσος σύντομα θα ήταν απροσπέλαστο. Η πριγκίπισσα διέταξε να ξεκινήσουν αμέσως και να διασχίσουν το δάσος, έστω και στο σκοτάδι. Στο άκουσμα της άρνησης του αμαξά έγινε έξαλλη για την αναίδειά του. Βγήκε από την άμαξα και δοκίμασε να διασχίσει πεζή το επικίνδυνο μονοπάτι. Μόλις δύο βήματα πρόλαβε να κάνει, πριν παραπατήσει και σωριαστεί επάνω στις αιχμηρές πέτρες. Ο έμπειρος αμαξάς είχε δίκιο. Το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να καταλύσουν στο κοντινότερο χωριό. Δεν μπορούσε εκείνη, η μεγαλύτερη πριγκίπισσα του βασιλείου της, να παραδεχτεί ότι έκανε λάθος. Αντ' αυτού, ξέσπασε την αγανάκτησή της στη συνοδεία της. Η κελαρυστή της φωνή είχε χάσει κάθε μελωδικότητα και κάθε κάλλος, καθώς είχε χρωματιστεί από κακία.» Δεν μπόρεσα να συγκρατήσω ένα ειρωνικό μορφασμό. Εσύ με είδες και μου χάρισες ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο. «Το σκοτάδι άγγιξε κάθε γωνιά του Πέτρινου Δάσους και η νύχτα γινόταν όλο και πιο πηχτή. Ήταν ώρα να φύγουν. Ενώ η πριγκίπισσα ανέβαινε στην άμαξα, διέκρινε μια κίνηση μέσα στο δάσος, Δεν έδωσε σημασία. Καθώς απομακρύνονταν στον ορίζοντα, ένας νεαρός άντρας βάδισε αργά προς το ποτάμι. Κάθισε στο σημείο που πριν λίγη ώρα καθόταν η πριγκίπισσα κι απολάμβανε το γάργαρο τραγούδι του ποταμού. Κρατούσε τρεις περγαμηνές στο χέρι του. Πήρε την πρώτη και την έσκισε σε πολλά μικρά κομμάτια. Τα έριξε στα νερά, να τα πάρει το ποτάμι, μαζί με τις ελπίδες της πρώτης πριγκίπισσας...»

Άκουγα με κομμένη την ανάσα. Είχες κρατήσει την καλύτερη ιστορία σου για το τέλος. Ή μήπως ήταν η καλύτερη επειδή αυτό ήταν το τέλος; « Την επόμενη ημέρα, η δεύτερη πριγκίπισσα είχε ήδη διασχίσει τη μισή διαδρομή. Είχε φτάσει στο αγαπημένο χωριό του πατέρα της. Δεν είχε συναντήσει ακόμη την περιβόητη δοκιμασία, αλλά ήταν σίγουρη ότι θα νικούσε. Δεν ήταν τυχαίο ότι ο πατέρας της τής είχε δώσει αυτή τη διαδρομή. Ξεκουραζόταν στο Σμαραγδένιο Κάστρο, όταν ένας ρακένδυτος χωρικός εμφανίστηκε στο παλάτι και ζήτησε να τη συναντήσει. Η νεαρή γυναίκα αναρωτήθηκε μήπως ο χωρικός ήταν υπηρέτης του πρίγκιπα της. Τον δέχτηκε με δισταγμό. Ο φτωχός άνδρας την πλησίασε αμήχανα και τη χαιρέτισε με μια αδέξια υπόκλιση. "Υψηλοτάτη, μεγάλη μου τιμή που με δεχτήκατε." Η αποστροφή της για την ταπεινή του εμφάνιση ήταν ολοφάνερη. "Θα ήθελα να παρακαλέσω αν η υψηλότητα σας θα είχε την ευγενή καλοσύνη -ω μα βέβαια το γνωρίζω ότι μια πριγκίπισσα όπως εσείς έχει απέραντη καλοσύνη!- να μου δώσει δουλειά στο Σμαραγδένιο Κάστρο. Η οικογένειά μου, Υψηλοτάτη, έπαθε μια μεγάλη καταστροφή και χρειάζομαι οπωσδήποτε μια δουλειά, αλλιώς θα πεινάσουμε όλοι." Το μόνο που σκεφτόταν η πριγκίπισσα ήταν ο "πρίγκιπας της". Αδιαφορούσε πλήρως για τον κακόμοιρο χωρικό, τόσο που ούτε πρόσεξε τα λεπτά του χαρακτηριστικά και την ευγενή ομιλία του.» 

Ρουφούσα κάθε σου λέξη με πόθο και ευλάβεια, λες και κρεμόταν η ζωή μου απ' αυτό. Λες κι ήταν το παραμύθι σου η πρώτη και η τελευταία μου ανάσα. « "Μπορείς να αποσυρθείς." του απάντησε ψυχρά. Εκείνος έπεσε στα πόδια της και ασπάστηκε το μεγαλοπρεπές της ένδυμα. Ένας μορφασμός αηδίας ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό της και έτσι, με μια απλή έκφραση, στραγγίστηκε όλη η ομορφιά της. "Αρκετά" του είπε μ' ένα κοφτό συριγμό. Ο χωρικός σηκώθηκε όρθιος και υποκλίθηκε άλλη μια φορά βαθιά. Η πριγκίπισσα ξεφύσηξε περιφρονητικά και αποχώρησε πρώτη από την αίθουσα. Ο χωρικός απομακρύνθηκε από το κάστρο βαδίζοντας αργά. Τα βήματά του τον οδήγησαν σ' ένα πηγάδι. Ο χωρικός στηρίχτηκε στο πηγάδι σκεπτικός. Μια φωνή ακούστηκε πίσω του. "Υπάρχει ένας παλιός μύθος για εκείνο το πέτρινο πηγάδι. Πριν από πολλά χρόνια, η ιστορία λέει, οι κάτοικοι κινδύνεψαν από την ατελείωτη ξηρασία. Μια μητέρα, απελπισμένη από το κλάμα του παιδιού της, γονάτισε δίπλα στην πηγή που είχε στερέψει και προσευχήθηκε να σωθεί η πόλη. Τότε, από το πουθενά εμφανίστηκε στη θέση της πηγής ένα πέτρινο πηγάδι. Οι χωρικοί, μάλιστα, λένε ότι το πηγάδι είναι απύθμενο, λόγω της απέραντης αγάπης εκείνης της μητέρας για το παιδί της. Από τότε ποτέ ξανά δεν κινδύνεψε το χωριό από ξηρασία." Ο νεαρός άντρας γύρισε το κεφάλι του και κοίταξε το νεοφερμένο. Ένα πάνοπλος ιππότης τον πλησίασε και υποκλίθηκε με σεβασμό. "Υψηλότατε;" ψέλλισε διστακτικά. Ο νεαρός άντρας κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. Ο ιππότης του έδωσε μια περγαμηνή, όμοια με εκείνη που χάθηκε στο ποτάμι του Πέτρινου Δάσους. Ο πρίγκιπας έσκισε αφηρημένα το δεύτερο γράμμα και πέταξε τα κομμάτια στο απύθμενο πηγάδι, ώστε να χαθούν για πάντα. »

Άθελα μου, αναστέναξα. Το μυαλό μου είχε χαθεί μέσα στο στερνό μας παραμύθι. Στον πρίγκιπα που στη φαντασία μου του είχα χαρίσει τα μάτια σου... « Τέσσερις μέρες είχαν περάσει και η μικρότερη πριγκίπισσα βρισκόταν ακόμη στην αρχή του ταξιδιού. Κάθε τόσο έκανε μια στάση για να βοηθήσει κάθε απροστάτευτο πλάσμα που περνούσε δίπλα της. Ο πρίγκιπας -με τη νέα του δοκιμασία- την περίμενε στα μισά της διαδρομής, αλλά εκείνη ακόμη δεν είχε φανεί. Είχε αρχίσει να ανησυχεί, όταν ο αγγελιαφόρος ανήγγειλε ότι η πριγκίπισσα πλησιάζει. Δεν είχε, ωστόσο, ιδέα γιατί είχε αργήσει τόσο. Ο πρίγκηπας ενδύθηκε ξανά την πτωχική περιβολή του και έσπευσε στο Μαύρο Ροδώνα, την πιο μαγική έκταση του βασιλείου -κατάσπαρτη από μαύρα τριαντάφυλλα. Είχε ένα προαίσθημα ότι η πριγκίπισσα θα σταματούσε να θαυμάσει τη σπάνια ομορφιά του ροδώνα. Το ένστικτό του τον δικαίωσε. Η πριγκιπική άμαξα σταμάτησε στην πλινθόκτιστη βρύση και η νεότερη πριγκίπισσα του βασιλείου κατέβηκε μαζί με τη συνοδεία της. Ο πρίγκιπας την παρατήρησε προς στιγμής από απόσταση. Έμοιαζε τόσο διαφορετική από τις αδερφές της. Όχι, δεν ήταν η εμφάνισή της. Αυτή η κοπέλα είχε κάτι..κάτι διαφορετικό. Ίσως να ήταν το χαμόγελό της, φαινόταν τόσο αγνό και τόσο ειλικρινές. Ίσως τα μάτια της, αγκάλιαζαν όλη την πλάση με στοργή. Ένας τρόπος υπήρχε για να διαπιστώσει αν ήταν αυτό που έδειχνε. Να την πλησιάσει. » 

Μου χάιδευες απαλά τα μαλλιά. Δεν ήθελα αυτό το παραμύθι να τελειώσει ποτέ. « Ο πρίγκιπας πλησίασε διστακτικά τη βρύση, όταν εκείνη ετοιμαζόταν να πιει νερό. Η νεαρή πριγκίπισσα έριξε μια ματιά στο ρακένδυτο άντρα. Έμοιαζε τόσο διψασμένος... Του χαμογέλασε άδολα και του παραχώρησε τη σειρά της. "Φαίνεσαι ταλαιπωρημένος ξένε, πιες εσύ πρώτος -το έχεις περισσότερη ανάγκη από εμένα." Ο πρίγκιπας δεν πίστευε στα μάτια και τα αυτιά του. "Υψηλοτάτη..." μουρμούρισε σαστισμένος "πώς μπορώ εγώ, ο ταπεινός σας δούλος να πιω νερό όταν τα χείλη σας διψάνε;" » Ανασήκωσα το κεφάλι και σε κοίταξα, δειλά, στα μάτια. Και τα δικά μου χείλη διψούσαν, μα όχι για νερό.. « "Καλέ μου ξένε, φαίνεται ότι έχεις δουλέψει σκληρά κι έχεις περάσει δύσκολα. Μην αμφιβάλλεις ούτε στιγμή πως το αξίζεις." Η καρδιά του πρίγκιπα σκίρτησε μες στο στέρνο του. Ένιωθε λες κι είχε γνωρίσει έναν άγγελο επί γης. Ήθελε να της αποκαλύψει την ταυτότητά του, μα η δοκιμασία δεν είχε τελειώσει ακόμη. »

Δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα άλλο, παρά μονάχα την ιστορία σου. Κρεμόμουν από τα χείλη σου ζώντας για κάθε λέξη που άπληστα άρπαζα στον αέρα και την αιχμαλώτιζα μια για πάντα στα όνειρά μου. « Τελική ευθεία. Όλα ή τίποτα. Μέσα σε μια στιγμή , ο πρίγκιπας μεταμορφώθηκε ολότελα -από καλοκάγαθος φτωχός, σε άπληστο τέρας. Κάθε έκφραση του προσώπου του έλεγε την ίδια ιστορία: ένας ληστής τους είχε παρασύρει στην παγίδα του. Οι πιστοί του ιππότες -συνένοχοι στο σχέδιο- με φτωχικές φορεσιές ντυμένοι, ξεπήδησαν από κάθε κρυφή γωνιά του Μαύρου Ροδώνα και τους περικύκλωσαν. Άξαφνα, ο ληστής πρίγκιπας στράφηκε στη νεαρή κοπέλα απέναντί του. Η πριγκίπισσα τον κοίταξε κατάματα κι εκείνη, σαν να τον πολεμούσε με τη δύναμη του βλέμματός της. Αγέρωχη έστεκε εμπρός του με γενναιότητα και τόλμη. Ένας νεοφερμένος "ληστής" κατέφθασε, σέρνοντας μια ρακένδυτη γυναίκα πίσω του. Όλα μέρος του σχεδίου. Δίχως να το σκεφτεί, η νεαρή πριγκίπισσα πρόσφερε τον εαυτό της στη θέση της άγνωστης γυναίκας. Οι ιππότες την έδεσαν, μα εκείνη δεν ζάρωσε στιγμή. Ατρόμητη. Δε λύγισε στιγμή. Ο πρίγκιπας διέταξε να της δέσουν τα μάτια και να τους αφήσουν μόνους. Πνιχτοί λυγμοί ακούστηκαν από τη συνοδεία της. Μολαταύτα, η πριγκίπισσα έμεινε ατάραχη. Δεν αντέδρασε ούτε όταν εκείνος χάιδεψε τους καρπούς της με μια παγωμένη λάμα μαχαιριού. Έπειτα... Μια παύση. Σιγή απλώθηκε παντού. Ένας απότομος ήχος -τα αμείλικτα δεσμά που σχίζονται στα δυο- ακούστηκε και τα χέρια της απέκτησαν ξανά την ελευθερία που τόσο βάναυσα είχαν στερηθεί τα τελευταία λεπτά. Μια περγαμηνή τρύπωσε στην παλάμη της, έτοιμη να προσφέρει τις πολυπόθητες εξηγήσεις που ζητούσε. Το μαντίλι "γλίστρησε" από τα μάτια της σαν χάδι. Ήταν εκείνος που θέλησε να της κλέψει την καρδιά. Ο "ληστής" είχε φορέσει ξανά τα πριγκιπικά του ρούχα κι είχε γονατίσει μπροστά της. Δεν χρειαζόταν πλέον μεταμφιέσεις και άθλους. Είχε ανάγκη μονάχα εκείνη. 
Η πριγκίπισσα διάβασε το γράμμα της περγαμηνής καχύποπτα, μα όσο περισσότερο διάβαζε τόσο περισσότερο μαλάκωνε το βλέμμα της. Ρουφούσε λαίμαργα τα λόγια αγάπης που της είχε γράψει ο πρίγκιπας, ο δικός της πρίγκιπας. Ο νεαρός άντρας περίμενε γονατιστός για ένα της βλέμμα, ένα της χαμόγελο. Εκείνη τον άγγιξε δειλά. Ο πρίγκιπας σηκώθηκε αμέσως -ίσα που πρόλαβε να δει ένα δάκρυ συγκίνησης στην άκρη του ματιού της.
Έκλεισε μες στα χέρια του τα δικά της. Την κοίταξε στα μάτια, καθώς της ψιθύριζε τις λέξεις που κάθε γυναίκα λαχταρούσε ν' ακούσει. "Εσύ είσαι η ιδανική. Το ζωντανό μου όνειρο. Η μία, η μοναδική για μένα." Ήταν σίγουρος, εκείνη ήταν η δική του πριγκίπισσα, η πιο ξεχωριστή πριγκίπισσα απ' όλες. Το συνηθισμένο κορίτσι με το ανήκουστο μεγαλείο καρδιάς. » Σκίρτησα αναμένοντας το παραμυθένιο φινάλε.
 « "Υψηλοτάτη, θα μου κάνετε την τιμή να γίνετε η σύζυγος μου εις την αιωνιότητα;" »


Επιτέλους, το happy end. Το στερνό μας παραμύθι έφτασε στον προορισμό του. Ήταν πια ολοκληρωμένο, έτοιμο να με συντροφεύει μια ζωή. Να με βοηθάει να κοιμηθώ μακριά από τη θαλπωρή της αγκαλιάς σου. Να μου γιατρεύει τις πληγές, με κάλπικες ιστορίες παντοτινής ευτυχίας. Να γεμίζει την απουσία σου. 
Εμείς γιατί, άραγε, δεν μπορούσαμε να χαρίσουμε στους εαυτούς μας ένα happy end;
« Κι έζησαν αυτοί καλά... »


***


Έτσι είναι τα παραμύθια. Ζουν και αναπνέουν από ευτυχισμένα φινάλε. Παραμύθι χωρίς happy end υπάρχει; Δεν υπάρχει. Το πρόβλημα είναι ότι η ζωή σχεδόν ποτέ δεν είναι παραμύθι. Δεν υπάρχουν δράκοι και κύκλωπες -εμείς είμαστε τα τέρατα με τα δυο κεφάλια(ένα για τη λογική κι ένα για το συναίσθημα) και τα αιμοβόρα ένστικτα. Δεν υπάρχουν φαντάσματα να μας στοιχειώνουν, παρά μόνο  τα λάθη του παρελθόντος. Δεν υπάρχουν νεράιδες, υπάρχει μόνο ο έρωτας...


***

«Από το μυαλό σου τα βγάζεις όλα αυτά, είμαι σίγουρη» πρόλαβα να ψελλίσω. Αποκοιμήθηκα γαλήνια, σαν βρέφος, κι ένα αδιόρατο μειδίαμα ζωγράφισε τα χείλη μου. Η φωνή σου βάλσαμο. Με πότισες το νερό της λησμονιάς κι εγώ βυθίστηκα ξανά στην πλάνη μου.

Εναπόθεσες ένα τελευταίο φιλί στο μέτωπο μου κι έφυγες όπως ήρθες: σαν τον κλέφτη.

***

Δεν με ήξερες τελικά. Δεν είχες καταλάβει ότι το ίδιο δίχτυ απέφευγα κι εγώ. Δε σου ζήτησα τίποτε γιατί κι εμένα δεν μου είχε απομείνει τίποτα να δώσω. Δεν σου το είπα ποτέ, νόμιζα... Νόμιζα πως οι σιωπές ήταν αρκετές. Λάθος. Από φόβο χάσαμε.

Το επόμενο πρωί ξύπνησα μόνη.

Μετάνιωσα; Όχι. 
Ήμασταν δυο ανυπότακτες ψυχές. Χίμαιρες, που περνούν βιαστικά και χάνονται. Δεν ήμασταν πλασμένοι για ρομαντικές νουβέλες αγάπη μου.


***

Τι είναι αλήθεια, άραγε, σε αυτά που έγραψα και τι παραμύθι; Ποιες αλήθειες και ποια ψέμματα έγιναν ένα αυτό βράδυ; Πολλές φορές φοβάμαι πως δεν τα ζήσαμε όλα αυτά, πως ήταν μόνο μια οφθαλμαπάτη. Ήταν, ωστόσο, η φαντασία τόση που, δεν μπορεί, θα έχουν γίνει αληθινά...

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Πένητες του έρωτα

Μόνοι στο μαζί. Ζητώντας το λίγο γιατί το πολύ δεν αρκεί. Πένητες του έρωτα σε μιας νυχτιάς κραιπάλη ξοδεύοντας αλόγιστα ηδονική σαμπάνια και έναστρα φιλιά. Καρτερικά και μυστικά προσμέναμε του έρωτα και της σκιάς του πόθου μονοπάτι. Η ανάσα σου στην κλείδα μου δίνει πνοή στο άδειο κέλυφος. Στο στήθος που βρυχάται. Ακολουθώ δαγκωματιές - χάρτης ευλαβικός των λάφυρων της σάρκας σου. Εγώ ο ταπεινός προσκυνητής το θείο θαύμα από τα χείλη σου ζητώ να μεταλάβω. Το σώμα μου στο σώμα σου. Διψά. Αναριγεί. Και φλέγεται. Γυμνή, πριν καν τα ρούχα μου πετάξω. Τα χέρια σου σμιλεύουν στο κορμί μου νέα ιδιότητα. Στις γλώσσες όλων των εθνών και των ανθρώπων γράφουν επάνω στο Συντελεσμένο Μέλλοντά μου. 12.03.2020

Φανταστικοί αριθμοί - ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Με λένε Τόνια.  Εκ του Αντωνία ορμώμενη.  Η ιστορία μου ξεκίνησε όταν μού έκοψαν δύο γράμματα από το βαφτιστικό μου, για να μου δώσουν νέο όνομα και νέα ιδιότητα. Επτά χαρακτήρες είναι πολλοί για να τους σηκώσει μια παιδική πλάτη, που ακόμη αναζητά το δικό της χαρακτήρα. Η ζωή μου ξεκίνησε με μία αφαίρεση. Μια αριθμητική πράξη μου έδωσε ταυτότητα, κι έγινε ο οδηγός μου για να ανακαλύψω τον κόσμο. Αγαπώ τους αριθμούς. Νιώθω ασφάλεια όταν με περιτριγυρίζουν αριθμητικά ψηφία. Οι αριθμοί είναι αναμφίσημοι και απαρέγκλιτοι. Απόλυτοι.  Η ζωή μου ήταν πάντοτε μαθηματικά. Κάθε στιγμή, κάθε ανάμνηση, μεταφραζόταν σε ένα αριθμητικό σύνολο. 12 χρόνια σχολείο, 6 χρόνια σπουδών, 2 πτυχία. 5 ξενόγλωσσοι τίτλοι, 8 αριστεία, 250 διαγωνίσματα. 6 αγώνες στίβου, 2 παραστάσεις χορού, 1 ρεσιτάλ πιάνου. 5 σχέσεις, 32 ημέρες διακοπών, 8 μήνες συγκατοίκησης. 476 γραπτά μηνύματα, 23 πρώτα ραντεβού, 19 πρώτα φιλιά. Οι αριθμοί όριζαν το είναι μου. Τίποτα δεν διατάρασσε τη γεωμετρία της ύπαρξής

Δέκα τοις εκατό

«Ο άνθρωπος χρησιμοποιεί μόνον το δέκα τοις εκατό των δυνατοτήτων του εγκεφάλου του. Συγκρατήστε αυτήν την πληροφορία, θα σας χρειαστεί αργότερα». Με αυτά τα λόγια την υποδέχτηκε η δόκτωρ Περνέλ στο γραφείο της. Η κυρία Έβανς την παρακολουθούσε με καχυποψία. Δεν ήταν μονάχα η ριζοσπαστική κλινική έρευνα, στην οποία δέχτηκε να λάβει μέρος, που την τρόμαζε. Περισσότερο δυσκολευόταν να εμπιστευτεί τη νεαρή γυναίκα απέναντι της. Ήταν εκ φύσεως επιφυλακτική απέναντι σε επιστήμονες με ηλικία αντιστρόφως ανάλογη με τα ακαδημαϊκά και επαγγελματικά τους επιτεύγματα. Δεν καταλάβαινε πώς ένα παιδί, που βρισκόταν στο πανεπιστήμιο πριν από μερικά χρόνια, θα μπορούσε να επιτύχει εκεί που απέτυχαν επιστήμονες που κουβαλούν δεκαετίες εμπειρίας και μελέτης. Η Νικόλ Περνέλ ήταν διδάκτωρ στο πεδίο της Νευροεπιστήμης και διευθύντρια του τμήματος Νευροβιολογίας του κέντρου βιοϊατρικής έρευνας Ρ.Α.Κ. Στα 35 της χρόνια είχε ήδη ένα βιογραφικό που θα ζήλευαν πολλοί συνάδελφοι της. Φυσικά, δε θα είχε καταφ