“Κάποτε περπατούσαμε και τρίζαν τα πεζοδρόμια, τώρα τρίζουμε εμείς. Γεράσαμε, ανήμπορες να αλλάξουμε τη μοίρα μας, δεν έχουμε γνωρίσει άλλη ζωή απ' αυτή του πεζοδρομίου. Δε μπορέσαμε να ξεφύγουμε, όσο κι αν προσπαθήσαμε. Η ζωή μας, τόσο άθλια, μας έφτασε στο κατώτερο σημείο. Ο κόσμος μας κοιτούσε με μια αποστροφή, μια αηδία.. Κι έφευγε μακριά, άλλαζε πεζοδρόμιο, μην περάσει από δίπλα μας και τον βρομίσει η λέρα της δικής μας άσωτης ζωής. Ήμασταν σκουπίδια, τίποτα, μηδενικά, ζούσαμε στον πάτο και οι άλλες γυναίκες μας κοιτούσαν σαν να είμαστε εκεί από επιλογή, επειδή δε μπορούμε να κρατήσουμε τα βρακιά μας ανεβασμένα ένα πράγμα.. Σαν όνειρο μας σ' αυτή τη ζωή ήταν να μας πηδήξει ο άντρας τους και να του πάρουμε τα πολλά λεφτά που μας ακουμπούσε. Λες και φταίξαμε εμείς που η ζωή μας έριξε σε αυτό το βούρκο. Δεν έχουν ιδέα όμως πόσα σιωπηλά δάκρυα ρίξαμε για τη μαύρη μας τη μοίρα και για το χέρι που μας έριξε εδώ. Το ίδιο χέρι που μας κρατούσε κάτω και δεν μας άφηνε να σηκωθούμε.. Δεν έχουν ιδέα για το ξύλο που φάγαμε από τους νταβατζήδες κάθε φορά που δεν είχαμε βγάλει αρκετά λεφτά. Είχαμε ένα κοριτσάκι στο “σπίτι” ήτανε δεν ήτανε 16 χρονών. Ποια άθλια μοίρα να το έριξε στο πεζοδρόμιο και ποιος ανώμαλος να το έβγαλε στο κλαρί; Κάθε βράδυ έκλαιγε το κακόμοιρο, πονεμένο από όλους αυτούς τους βάναυσους χωριάτες που βγάζαν τα βίτσια στα κορμιά μας. Κι αυτό το αθώο κορμάκι, που δεν πρόλαβε να γνωρίσει τη ζωή, την ευτυχία, τον έρωτα, που δεν πρόλαβε να μεγαλώσει καλά καλά έγινε έρμαιο στα χέρια των ανώμαλων αλκοολικών. Έγινε γυναίκα εκεί, στο “σπίτι”, στα χέρια ενός τέρατος, που τη χτυπούσε όσο αυτή μάτωνε. Που πανικόβλητο το κοριτσάκι έκλαιγε, καθώς της παίρναν την αθωότητα με τόση κακία, τόσο φθόνο. Ήταν τόσο πολύτιμη που έπρεπε να της τη στερήσουν, να σημαδέψουν το κορμί και την ψυχούλα της. Ήταν ανήμπορη και την εκμεταλλεύτηκαν.. Αυτός ο πα-τέρας που θέλει να λέγεται άνθρωπος, την πούλησε σ' ένα νταβατζή όταν πέθανε η μάνα της. Ήταν γυναίκα και του ήταν άχρηστη. Αυτός ο απαίσιος χωριάτης σκέφτηκε ότι όχι μόνο δε θα τον βοηθούσε στα χωράφια, αλλά έπρεπε να την ταΐζει, να της βρει ένα γαμπρό, να την προικίσει. Ε, βέβαια.. Ήταν πολλά για τον κύριο. Αχ αυτή η μανούλα της.. Πόσο θα στεναχωριόταν όταν την έβλεπε από εκεί ψηλά.. Το χειρότερο όμως ήρθε μετά.. Όταν ο περιβόητος κύριος -ο Θεός να τον κάνει- αποφάσισε ότι δεν ήταν αρκετή ανταμοιβή τα λεφτά που πήρε για να πουλήσει μια παρθένα πόρνη. Έτσι ήρθε ο ίδιος -το άρρωστο κάθαρμα- για να γλεντήσει το κορμί της ίδιας του της κόρης.. Δεν τον ένοιαζε που ήταν 16 χρονών, δεν τον ένοιαζε που ήταν αίμα του, ήθελε απλά να την πηδήξει, σαν την τελευταία πουτάνα του δρόμου. Βέβαια, δεν έμεινε εκεί. Τη χτύπησε αλύπητα μέχρι λιποθυμίας. Χρησιμοποίησε κι ένα καμτσίκι για να τα κάνει χειρότερα και γύρισε το κοριτσάκι το βράδυ γεμάτο ματωμένες πληγές, σπαράζοντας στο κλάμα, τόσο φοβισμένο που τραβιόταν απότομα όταν κάποια από εμάς πήγαινε να την αγγίξει. Με τα πολλά ζόρια την έπεισα να με αφήσει να της περιποιήθω τις πληγές της μη γίνουν χειρότερα. Ευτυχώς εμένα με εμπιστευόταν περισσότερο, γιατί είχα μωρό. Κι εκείνη σαν μωρό την έβλεπα και της το έδειχνα.. Γι' αυτό προσπαθούσε το μικρό να με βλέπει σαν μάνα. Όσο της καθάριζα τις πληγές δεν έβγαλε άχνα. Κι ύστερα ξέσπασε στο πιο γοερό κλάμα που έχεις ακούσει στη ζωή σου. Τόσο σπαραχτικό που έκανε την καρδιά μου, την καρδιά μιας μάνας να σπάσει σε χίλια κομμάτια.. Την πήρα στοργικά, μητρικά, στην αγκαλιά μου και την παρηγορούσα μέχρι το πρωί. Της είπα παραμύθια, νανουρίσματα, της χάιδεψα τα μαλλιά.. Ύστερα από πολύ ώρα ένιωσε άνετα και μου άνοιξε την καρδιά της.. “Ρούλα” μου είπε “Ρούλα πονάω. Πονάει η καρδιά μου, η ψυχή μου το μυαλό μου.” της είπα να σωπάσει και προσπάθησα να την ησυχάσω μ' ένα τραγούδι. Ύστερα από λίγο έπιασε και πήρε μια έκφραση, αγγελούδι σωστό. Ήταν βέβαια και τόσο όμορφο... Ύστερα με κοίταξε με τα μεγάλα πονεμένα μάτια της και μου είπε “Σε νιώθω σαν μάνα μου Ρούλα” “Κι εγώ σαν κόρη μου” της απάντησα “Σου υπόσχομαι ότι θα κάνω ότι μπορώ για να σε προστατέψω μικρή μου. Θα σε προσέχω όσο προσέχω και το μωρό μου”. Τι το 'θελα; Γιατί έδωσα μια υπόσχεση που δε μπορούσα να κρατήσω; Εδώ για το ίδιο μου το μωρό δε μπορούσα να 'μαι σίγουρη, θα 'μουν για το ξένο το παιδί; Δυστυχώς δε μπόρεσα να κρατήσω την υπόσχεσή μου και ένα χρόνο μετά πέθανε το κορίτσι. Ένας άρρωστος μεθύστακας το χτύπησε μ' ένα ξύλο και το σκότωσε. Τη χτύπησε επειδή προσπάθησε να του ξεφύγει. Αυτή είναι η ζωή μας.. Να αναγκαζόμαστε να λέμε ναι στον κάθε μπάσταρδο που θα μας σκοτώσει. Φυσικά κανένας δεν ενδιαφέρθηκε για τη νεκρή πόρνη στο δρόμο, κι ας ήταν μόνο 17 χρονών. Εμείς δε λογιζόμαστε για άνθρωποι βλέπεις.. Ο καθένας μπορεί να μας κακοποιεί, να μας βασανίσει, να μας σημαδεύει για όλη μας τη ζωή, να μας σκοτώσει, ακόμη, δείχνοντας μας λιγότερο σεβασμό κι από ζώο.. Κι όλα αυτά γιατί δεχόμαστε να μας πληρώσει για να μας πηδήξει. Λες και φταίμε εμείς γι' αυτό.. Λες κι εμείς δε μπορούμε να ζούμε με τα πόδια κλειστά ένα πράγμα. Οι συνθήκες μας έριξαν στο βούρκο, και η ζωή μας αναγκάζει να κυλιστούμε εκεί μέσα.. Γι' αυτό σε έδιωξα όταν έγινες 15, γι' αυτό σε έστειλα στους παππούδες σου. Θυμήθηκα εκείνο το κορίτσι, που 16 χρονών το ανάγκασαν να χάσει ότι πολυτιμότερο είχε.. Δε μιλάω για την παρθενιά της, αλλά για την αθωότητα.. Αν έμενες εκεί, δε θα υπήρχε κανείς να σε φροντίσει, εγώ δε θα μπορούσα να σε προστατέψω περισσότερο από εκείνο το κορίτσι. Πόνεσα πολύ όταν σε έδιωξα, όταν δε σου μιλούσα, αλλά ήξερα ότι ήταν ηθικοί άνθρωποι και δε θα σ' άφηναν να επιστρέψεις στο δικό μου βούρκο.. Ακόμη και παραδουλεύτρα να σ' έκαναν, θα ήσουν ασφαλής. Προτιμούσα να σε δω δούλα, παρά να κατέληγες σαν την Αριάδνη -έτσι το λέγαν το κορίτσι. Ευτυχώς σου φέρθηκαν πολύ καλύτερα απ' όσο θα μπορούσα να περιμένω, κι αυτό ήταν το καλύτερο δώρο που θα μπορούσαν να μας κάνουν. Όχι μόνο ήσουν ασφαλής, αλλά είχες και μια ευκαιρία να σπουδάσεις. Δε σου το είπα ποτέ, αλλά όταν σου είπα ότι θα πας εκεί για να σε μορφώσουν ήταν ψέματα. Δεν ήξερα αν θα σε κάνουν δούλα ή κυρά, αν θα σε κρατήσουν ή θα σε πετάξουν σ' ένα ορφανοτροφείο, αν θα σε κακομεταχειριστούν ή αν θα τρως με χρυσά κουτάλια, αλλά το μόνο σίγουρο ήταν ότι θα έφευγες απ' τη δική μου φυλακή.. Τελικά έκαναν τόσα πολλά για σένα που τους είμαι ευγνώμων. Ακόμη και στη στρίτζω τη γιαγιά σου. Τουλάχιστον σε έκανε άνθρωπο. Δεν ήθελα να κόψω την επικοινωνία μαζί σου αλλά έπρεπε. Για το καλό σου. Δεν ήθελα να σε τρομάξω, γι' αυτό σου είπα απλά ότι δεν ήθελα να μάθουν οι γύρω σου ότι έχεις μάνα πόρνη. Ούτε και οι παππούδες σου ήθελαν να σε τρομάξουν, γι' αυτό δε σου είπαν ποτέ ότι ξέφυγες ίσα-ίσα απ' του “χάρου τα δόντια”. Φοβόμουν ότι θα με μισήσεις, αλλά έκανα αυτό που έπρεπε έτσι κι αλλιώς.. Ήμουν σίγουρη ότι κάποτε θα καταλάβαινες και να που βγήκα αληθινή. Βέβαια το κατάλαβες με το χειρότερο τρόπο.. Μπορεί να μην κυλίστηκες στο δικό μου βούρκο, αλλά και ο δικός δεν ήταν καλύτερος. Μπορεί ο δικός μου Γολγοθάς να ήταν αβάσταχτος, αλλά κι εσύ κόρη μου κουβαλούσες έναν σταυρό. Αχ γιατί κόρη μου να κάνεις τα ίδια λάθη με μένα; Είχες μια ευκαιρία να ξεφύγεις, αλλά το δικό μου παράδειγμα σ' έκανε να ακολουθήσεις τα βήματά μου. Αυτή θα 'ναι η αμαρτία μου και θα με κυνηγά όλη μου τη ζωή το κρίμα. Τουλάχιστον με συγχώρεσες επιτέλους, έμαθες από τη δική σου ζωή γιατί έπρεπε να σε παρατήσω τότε. Δεν ήταν το ψώνιο μου να γίνεις δεσποινίς Μαυρουδή, απλά δεν ήθελα να πεθάνεις 17 χρονών Κατράνη. Το ξέρεις ότι την Αριάδνη την έθαψα ως Αριάδνη Κατράνη; Μπορεί να μην κατάφερα να την προστατέψω, αλλά τήρησα την υπόσχεσή μου να είναι η δεύτερη μάνα της. Άλλωστε, ούτε αυτή θα ήθελε να τη θάψουν με το όνομα του ανώμαλου μέθυσου πατέρα της.. Μετά από αυτό, όμως, ορκίστηκα να προστατέψω το παιδί μου με νύχια και με δόντια. Ακόμη κι αν αυτό σήμαινε να πεθάνω εγώ η ίδια, ή να στερηθώ το παιδί μου. Θα προτιμούσα να σε δώσω σε ορφανοτροφείο, παρά να σε δω έτσι. Καλύτερα να έκοβα τα χέρια μου, παρά να σε βγάλω στο κλαρί. Αλλά αν έμενες εκεί θα σε έβγαζαν άλλοι Γι' αυτό ήθελα να φύγεις από το “σπίτι” όσο το δυνατόν συντομότερα. Κι ας ήταν το μόνο μέρος που έζησες ποτέ.. Ο κόσμος νομίζει ότι μένουμε όλες μαζί οι πουτάνες σ' ένα μικρό σπίτι γιατί έτσι γουστάρουμε, να βλέπουμε η μια τα μούτρα της αλληνής και να λέμε ότι είμαστε πολλές. Δεν ήταν έτσι. Κάθε πρόσωπο είχε ζωγραφισμένο πάνω του την ίδια δυστυχία, την ίδια οργή, την ίδια αηδία για τους ίδιους μας τους εαυτούς.. Ναι, αγαπούσαμε η μία την άλλη, γιατί είχαμε δεθεί, αλλά αν μπορούσαμε δε θα βλεπόμασταν ποτέ, γιατί τα πρόσωπα των άλλων μας θύμιζαν τη δική μας κατάντια. Και πονούσαμε περισσότερο. Κι αυτός ο πόνος καμιά σχέση δεν είχε με το σωματικό, εκείνον είχαμε μάθει να τον αγνοούμε, να μη τον νιώθουμε σχεδόν. Αλλά το να σιχαίνεσαι τον ίδιο σου τον εαυτό πονάει. Να βλέπεις την κατάντια γύρω σου πονάει. Και να μη σε καταλαβαίνει κανείς γύρω σου, πονάει πολύ περισσότερο. Ίσως αυτός ο δολοφόνος να κάνει κι ένα καλό. Σκοτώνει μόνο τις πόρνες του πεζοδρομίου. Τις γλιτώνει από τα βάσανα. Τουλάχιστον το κάνει γρήγορα, όχι όπως αυτός που σκότωσε το 17χρονο κορίτσι.. Ίσως να μας γλιτώσει από τα βάσανά μας. Μετά από τόσα χρόνια πόνου, λίγος ακόμη δεν έχει διαφορά. Αφού το θέλει, ας μας σκοτώσει. Ίσως να 'ναι μια ευκαιρία να ξεχάσουμε τις αμαρτίες μας. Ίσως να 'ναι η πολυπόθητη ευκαιρία να ξεφύγουμε απ' το κύκλωμα. Δε θα κρυφτώ, δε θα τρέξω. Αν τολμάει, τον περιμένω.. Αν αυτή είναι η μοίρα μου.. Ας είναι... Ζήσαμε σαν πουτάνες, ας πεθάνουμε έτσι.. ” Ρούλα
Μια κακή ιδέα... Ο έρωτας κι ο θάνατος είναι για τους γενναίους... Μα ήμασταν δειλοί αγάπη μου. Εμείς οι δυο πολεμιστές, σε ανέλπιδη μάχη. Μια καρδιά για λάφυρο. Δεν ήταν έρωτας αυτό που ζήσαμε, ήτανε μια κακή ιδέα. Ο μικρός φτερωτός θεός κοιτούσε αλλού κι εμείς βιαστήκαμε να κάνουμε το λάθος. Αθόρυβα, σαν δυο ύπουλοι εγκληματίες. Θέαμα γελοίο συνάμα και τραγικό. Η μάχη αυτή αέναη, δε σταματά ούτε μετά τη νίκη. Σύντομα έμαθα ότι ο έρωτας δεν έχει νικητή. Κάποιες λέξεις φτιάχτηκαν για να ακούγονται μόνο με τη φωνή σου... Άργησα να το μάθω. Βιάστηκες να το ξεχάσεις. Έτσι αθόρυβα όπως άρχισαν όλα, έτσι ήταν γραφτό να τελειώσουν. Μοίρα; Δεν ξέρω αν πιστεύω στη μοίρα. Φυσικό επακόλουθο θα σου πω. Πάλι δε θα πεις τίποτα. Δεν πειράζει. Έχω συνηθίσει τις σιωπές.. Άλλη μια νύχτα θα μιλώ με σκιές και φαντάσματα. Άλλη μια νύχτα που εσύ δε θα 'σαι εδώ. Άλλη μια νύχτα που σε μισώ. Γιατί δε μ' άφησες να σ' αγαπ...
Υπεροχο! Και συγκλονιστικο...Απο ποιο βιβλιο ειναι;
ΑπάντησηΔιαγραφήΈνα από αυτά που γράφω Χριστίνα μου.. Η υπόθεση αφορά μια κοπέλα που είναι εξώγαμο παιδί μιας πόρνης κι ενός πλούσιου άντρα. Ο πατέρας πεθαίνει πριν προλάβει να την αποκαταστήσει.. Όταν η πρωταγωνίστρια(Αγάπη) μπαίνει στην εφηβεία η μαμά της τη στέλνει πακέτο στους παππούδες της για να γλιτώσει από το πεζοδρόμιο.. Όταν η κοπέλα πάει στο Λονδίνο να σπουδάσει μπλέκει σ' ένα κύκλωμα συνοδών(πόρνες πολυτελείας).. Για να μην στα πολυλογώ, στο σημείο του μονολόγου της Ρούλας(η μητέρα της) η Αγάπη έχει φύγει από το Λονδίνο για να προσπαθήσει να πάρει τη μητέρα της από το πεζοδρόμιο επειδή κυκλοφορεί ένας "σίριαλ κίλλερ" που σκοτώνει πόρνες..
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλε αυτο ακουγεται συναρπαστικο!
ΔιαγραφήΑντε γραφε γραφε!
Χα χα ευχαριστώ!!! :)
ΔιαγραφήΞέχασα να γράψω ότι βασίζεται σε μια αληθινή ιστορία που διάβασα για το πώς είχε γίνει μια κοπέλα συνοδός και ένα ντοκιμαντέρ για ένα μανιακό δολοφόνο.. Έβαλα και ένα κλισέ τύπου κόκκινα φανάρια για να τα συνδέσω.. Ό,τι καινούριο(ολοκληρωμένο) γράψω, θα το ανεβάσω.. Φιλιά
Ωραία ιστορία...ανυπομονώ να διαβάσω νέα αποσπάσματα!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ Βαλέρια.. Λόγω δουλειάς δεν προλαβαίνω να γράψω τώρα, αλλά σύντομα θα υπάρξει συνέχεια.. ;)
Διαγραφή