Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ένα παραλίγο παραμύθι...

Δυο καθημερινοί άνθρωποι.
Ένας νεανικός έρωτας.
Μια ιστορία που δεν έγινε ποτέ παραμύθι.

Μια φορά κι έναν καιρό η Μ. γνώρισε τον Σ. κι έγιναν ζευγάρι. Η ιστορία που ακολουθεί δεν είναι παραμύθι. Γνωρίστηκαν όπως όλοι οι συνηθισμένοι άνθρωποι. Ίσως όχι όλοι. Η γνωριμία τους, όμως, ήταν η τυπική γνωριμία εφήβων. Δυο 17χρονοι μαθητές Λυκείου που βρέθηκαν στο ίδιο τραπέζι μιας κοινής παρέας, σ' έναν κατά τ' άλλα συνηθισμένο απογευματινό καφέ. Μαθητές της ίδιας τάξης, στο ίδιο σχολείο, αλλά σε διαφορετικά τμήματα. Άγνωστοι μέχρι τότε, αόρατοι ο ένας για τον άλλο. Μια πεζή ιστορία, αλήθεια, και βαρετή. Ερωτεύτηκαν με όλη την ορμητικότητα των νιάτων τους, όσο θα μπορούσαν δηλαδή δυο νεαρά παιδιά να γνωρίζουν τι εστί έρωτας. Σε χρόνια πιο αθώα σε σύγκριση με τα σημερινά, όχι πολύ καιρό πριν. Τότε ακόμη που το σεξ δεν ήταν το ζητούμενο, αλλά η ολοκλήρωση. Έννοιες χαμένες τώρα τελευταία. Μοιράστηκαν έναν έρωτα, όχι επικό, ούτε κινηματογραφικό. Έναν έρωτα απλό. Σαν την τροφή. Μια καθημερινή συνήθεια που σε συντηρεί. Σου δίνει ζωή. Όλοι μπορούν να επιβιώσουν με μειωμένη τροφή, κανείς δεν θέλει. Έτσι κι αυτός ο έρωτας. Δεν ήταν αυτοσκοπός, αλλά τους έδινε ζωή. Κι ήταν πέρα για πέρα αληθινός, μες την απλότητα του. 


Ήταν ένα από εκείνα τα χαριτωμένα νεανικά ζευγαράκια. Όχι τα μικρομέγαλα που προκαλούν απέχθεια.. Δυο νέοι παράφορα ερωτευμένοι, μα όχι επιδειξίες. Πράγμα σπάνιο για εκείνες τις ηλικίες. Μα ήταν τόσο σίγουροι για εκείνο που μοιράζονταν, ώστε δε χρειαζόταν να αποδείξουν τίποτα και σε κανέναν. Πάντα εκεί ο ένας για τον άλλο. Τα δυο τελευταία μαθητικά χρόνια ήταν δικά τους. Τα πιο πολυτάραχα της εφηβικής τους ζωής. Σχολείο, απουσίες, κοπάνες, μαθήματα, διάβασμα, εξετάσεις, αποτελέσματα, μηχανογραφικά.. Τα πέρασαν όλα μαζί, όχι χώρια. 
Χέρι-χέρι εξερεύνησαν τον κόσμο γύρω τους, ανακάλυψαν τα όρια τους. Πλήθος αναμνήσεων. Τα πρώτα μεθύσια -σε μαθητικά πάρτι με χαμηλωμένα φώτα και δυνατή μουσική. Τα πρώτα τσιγάρα -κατά την καθιερωμένη πρωινή κοπάνα στο “καπνιστήριο” του Λυκείου. Βόλτες με μηχανάκια. Βραδιές με την παρέα στο γνωστό στέκι. Να τους βρίσκουν τα μεσάνυχτα με τραπέζια γεμάτα άδεια μπουκάλια μπύρας. Τασάκια γεμάτα αποτσίγαρα. Φακελάκια με ψίχουλα καπνού και άδειες ζελατίνες από φιλτράκια. Νιάτα με άρωμα old holborn και μπύρας πράσινης -της γνωστής.
Ευτράπελες εκδρομές Λυκείου και το κρυφτούλι με τους καθηγητές. Γελοίο, εφόσον ήταν ολοφάνερο. Ανεπίσημα μεταμεσονύκτια μίνι-πάρτι 10-15 ατόμων σε τρίκλινα δωμάτια. Γλιστρώντας όλη η παρέα αθόρυβα στο δωμάτιο με μπουκάλια αλκοόλ κάτω απ' τις πιτζάμες. Οργανωμένο έγκλημα. Με γέλια πνιχτά, παρτίδες πόκερ, σφηνάκια απανωτά και στριμωγμένους καπνιστές στο παράθυρο προσπαθώντας να κρύψουν επιλήψιμες για τους καθηγητές οσμές. Και πάντα ένας “έξυπνος” να φουσκώνει ένα μπαλόνι από λάτεξ(το γνωστό). Πιο πρωτότυπο εύρημα εκείνο από πράσινο προφυλακτικό με άρωμα μήλο. Αποκριάτικα πάρτι, με αστείες στολές, και μασκέ πρωινά Τσικνοπέμπτης στο Λύκειο. Φάρσες Πρωταπριλιάτικες με τα πασίγνωστα -κάτι παραπάνω από αναμενόμενα πλέον- αστεία αλλαγής αίθουσας. Παίζοντας “σκατά” στις καταλήψεις. Πράγματα κλασικά για κάθε μαθητή Λυκείου. Μεσημεριανοί καφέδες, πριν χωριστούν προσωρινά από φροντιστήρια και διάβασμα, και ατελείωτες παρτίδες τάβλι δίχως κανένα έλεος για τον ηττημένο. 
Περίπατοι για δύο στον φάρο. Τρυφερά ενσταντανέ σε παρκάκια. Παιχνίδια στις κούνιες την αμέσως επόμενη στιγμή. Και φωτογραφίες. Ξεχωριστά στιγμιότυπα αποτυπωμένα στην αιωνιότητα σε άπειρες ψηφιακές φωτογραφίες. 
Το ταξίδι στη χώρα του έρωτα. Δεν ήταν απλά σεξ, ήταν έρωτας μαγεία και πυροτεχνήματα. Η πρώτη τους φορά. Εμπειρία μοναδική όχι τεχνικά, αλλά συναισθηματικά. Ήταν ολοκλήρωση με όλη τη σημασία της λέξης. 
Αποκορύφωμα εκείνα τα δυο μαγικά καλοκαίρια. Βραδινό κολύμπι στη θάλασσα, διασχίζοντας το φωτεινό διάδρομο του ολόγιομου φεγγαριού επάνω στο νερό. Μια νύχτα τρελή, ολότελα δική τους, που στην κατάληξη της οδηγήθηκαν -τυχαία ή μοιραία;- σε μια έρημη παραλία οι δυο τους. Σύντομα βρέθηκαν να κάνουν βουτιές με τα εσώρουχα και σαν παιδιά να κυνηγιούνται στην αμμουδιά. Στιγμές αξέχαστες. 
Μόνοι, αλλά και με παρέα. Αυγουστιάτικες νύχτες με φόντο μια φωτιά στην άμμο, μπύρες, σουβλάκια και την κιθάρα εκείνου του αγαπημένου φίλου(Τι να απέγινε; Ποιο μέλλον του επιφύλασσε η μοίρα; Άραγε να παίζει ακόμη την κιθάρα του; Ή σκονισμένη σε μια αποθήκη του θυμίζει μια άλλη νιότη, περασμένα μεγαλεία του καιρού χαλάσματα;). Να τραγουδά όλη η παρέα -φάλτσοι οι μισοί, ήταν η αλήθεια- και να ακούγονται τα τραγούδια λες και ήταν όλα δικά τους, σαν να είχαν γραφτεί μόνο για εκείνους τους δύο. Το δικό τους “εμείς” πιο δυνατό απ' το πλήθος.
Ένα φωτογραφικό άλμπουμ γεμάτο με τις καλύτερες εφηβικές αναμνήσεις...


Όλα τα ωραία κάποτε τελειώνουν...
Η ζωή συχνά διαλέγει χωριστά μονοπάτια. Και η αδυσώπητη πραγματικότητα σε προσγειώνει απότομα. Κανείς δε σε ρωτά και κανείς δε σε προετοιμάζει για την αλλαγή αυτή. Σε τέτοιους νεανικούς έρωτες -καλώς ή κακώς- είναι, θα έλεγε κανείς, φυσικό επακόλουθο. Όχι επειδή ο έρωτας δεν είναι αληθινός, όχι.. Γιατί αλλάζουν οι άνθρωποι καθώς μεγαλώνουν. Κι αυτό που κάποτε σου ήταν απαραίτητο, τώρα φαντάζει ξένο, αταίριαστο.

Πολλοί νέοι, μακαρίως ανίδεοι για τον εκφυλισμό της ωριμότητας, πιστεύουν σθεναρά ότι θα μείνουν αλώβητοι από τα αλλεπάλληλα χτυπήματα της μοίρας. Αλαζονικά νομίζουν ότι στο πέρασμα του χρόνου θα παραμείνουν τα ίδια άτομα που ήταν στην πρώτη νιότη τους. Μάλιστα, δε, θεωρούν εσφαλμένα ότι το ζευγάρι δεν το θέλησε αρκετά, ότι ο έρωτας δεν ήταν αρκετός. Απεναντίας, ακόμη και η πιο όμορφη σχέση είναι επιρρεπής στην αλλοτρίωση των συναισθημάτων. Γενικά, ο χρόνος και η φθορά είναι δυο αλληλένδετοι παράγοντες που ευθύνονται γι' αυτή την αποξένωση. Στους νέους, όμως, συντρέχουν κι άλλες μεταβλητές στην εξίσωση του έρωτα τους. Η μεταβολή της ιδιοσυγκρασίας που συνδέεται με την πρώτη ωρίμανση, η διάσταση στόχων και επιδιώξεων και ο αστάθμητος παράγοντας του απωθημένου -όλα εκείνα που θέλει να ζήσει ο ένας, μα ο σύντροφος σαν βαρίδιο τον κρατάει δέσμιο. Η συνειδητοποίηση της πραγματικότητας οδηγεί σε τέλμα. Και ο έρωτας περνάει στη λήθη.

Αναπόφευκτα, μεγάλωσαν και οι ήρωες αυτής της ιστορίας. Όπως ήταν αναμενόμενο, αλλαξοδρόμησαν. Χωρίς συγκεκριμένο λόγο, άθελα τους. Καθώς έτσι ήταν γραμμένο γι' αυτούς. Κι αυτό πυροδότησε μια σειρά αλυσιδωτών αντιδράσεων. Η ιστορία τους θα άλλαζε ριζικά.

Οι τρεις μήνες εκείνου του τελευταίου καλοκαιριού κύλησαν τόσο γρήγορα που έμοιαζαν σαν τρεις εβδομάδες. Πολύ σύντομα έφτασε το φθινόπωρο και μαζί του η συνειδητοποίηση της κατάστασης. Έναν ολόκληρο μήνα βρίσκονταν σε άρνηση: προσπαθούσαν να αγνοήσουν το γεγονός ότι η φοιτητική τους ζωή έθεσε μεταξύ τους μια απόσταση εξακοσίων και κάτι χιλιομέτρων. Αιθεροβάμονες όπως όλοι οι νέοι, ήταν σίγουροι ότι ο δικός τους έρωτας θα κρατήσει για πάντα, πως θα αντέξει όλες τις αποστάσεις.

Τον επόμενο μήνα διαφάνηκαν ήδη οι πρώτες εντάσεις. Κάθε φορά, όμως, ερχόταν η συμφιλίωση μετά από λίγες ώρες. Όσο περνούσε ο καιρός οι διαφωνίες εντάθηκαν και η επανασύνδεση αργούσε ακόμη περισσότερο να επέλθει. Βασικότερη πηγή εντάσεων οι προσδοκίες απ' τη φοιτητική ζωή. Η Μ. ενθουσιάστηκε απ' τη δική της, ο Σ. απογοητεύτηκε πλήρως. Η πρώτη ήθελε να απολαύσει τη δική της και να γλεντήσει -σαν κάθε πρωτοετής. Εκείνος έπαιζε το παιχνίδι των ενοχών. Τη φόρτωνε τύψεις κάθε φορά που ενθουσιασμένη του έλεγε πόσο όμορφα πέρασε και η δική του απάντηση ήταν ξανά και ξανά η ίδια: πως δεν έκανε τίποτα απολύτως, πως μισεί την πόλη όπου σπουδάζει, πως περνάει χάλια, πως ανυπομονεί να έρθει το Σαββατοκύριακο και να γυρίσει στο πατρικό του. Εκτός αυτού, της ζητούσε συνέχεια να τον επισκεφτεί στην πόλη που σπούδαζε ή να τον ακολουθεί στην πόλη τους τα Σαββατοκύριακα που πήγαινε και αυτός. Στην αρχή χαιρόταν να επιστρέφει σ' αυτόν. Σύντομα, όμως, οι επισκέψεις του έγιναν εβδομαδιαίες. Από Πέμπτη βράδυ έως Τρίτη πρωί. Η Μ. ήθελε πραγματικά να τον δει, δεν ήθελε όμως να χάσει στιγμές από τη ζωή της. Αναγκάστηκε κάθε Σαββατοκύριακο να ακυρώνει ό,τι σχέδια είχε κάνει επειδή δεν μπορούσε να του πει όχι. Για ταξίδια στην πόλη που σπούδαζε εκείνη ούτε λόγος. Μόνιμη δικαιολογία πως έχει υποχρεωτικές παρακολουθήσεις. Αλήθεια μεν, έκρυβε όμως μέσα της και κάτι ακόμη. Ζήλευε τη ζωή της. Κι ένιωθε ξένος -ίσως επειδή η δική του φοιτητική ζωή δεν είχε καμία απολύτως σχέση με τη δική της. Προτιμούσε να επιστρέφει στη δική τους πόλη, να βρίσκει παλιούς φίλους. Προτιμούσε την αντανάκλαση του στα μάτια εκείνων για τους οποίους ήταν ακόμη ο δημοφιλής νεαρός μαθητής που όλοι ήθελαν για φίλο τους. Δεν μπορούσε να συμβαδίσει με το επιτυχές success story άλλων φοιτητών κι έτσι έμενε στάσιμος. Απαγκιστρωμένος σε ένα ομορφότερο -και ποιο ένδοξο- παρελθόν. Η Μ. άρχισε να νιώθει τεράστια πίεση στη σχέση τους. Δεν μπορούσε να περάσει μια μέρα καλά χωρίς να της το χαλάσει μετά η δική του διάθεση. Τον καταλάβαινε, όμως. Γι' αυτό κατέληξε να του κρύβει τις μισές της εξόδους. Κάτι που οδηγούσε σε ακόμη μεγαλύτερες εντάσεις όταν εκείνος μάθαινε την αλήθεια. Η σχέση τους πλέον βρισκόταν σε τέλμα. Κι όλο ήθελε να χωρίσει, κι όλο κάτι την κρατούσε. Δεν μπορούσε να βάλει τελεία σε αυτή τη σχέση, όσο κι αν ήταν ολοφάνερο ότι δεν είχε μέλλον. 

Κάποιος κακόπιστος θα κατηγορούσε τη Μ. ότι βολευόταν με αυτή την κατάσταση. Πως διατηρούσε αυτή τη σχέση μετέωρη σε περίπτωση που τα πράγματα δεν έρθουν όπως τα σχεδίαζε. Πως -εφόσον πρώτη εκείνη βρέθηκε αποξενωμένη συναισθηματικά- αποφάσιζε για το μέλλον της σχέσης ελαφρά τη καρδία. Θα έκανε, όμως, ένα επικών διαστάσεων λάθος. Δεν ήταν εκείνη ο “κακός” της ιστορίας. Το αντίθετο.. Πονούσε κι εκείνη. Πονούσε πολύ. Και κάτι παραπάνω. Οι ενοχές δεν την άφηναν μόνη στιγμή.
Ο καπνός την κύκλωνε και μούδιαζε τον πόνο. Οι νύχτες έγιναν αλκοολικές. Η ένταση με τον Σ. παρουσίασε αλματώδη επιδείνωση. Ζητήματα άλλοτε επουσιώδη, πλέον με το παραμικρό προκαλούσαν ρήγματα στη μεταξύ τους σχέση. Στις τηλεφωνικές τους συζητήσεις έμοιαζαν με πυροτεχνουργούς που απασφαλίζουν ωρολογιακή βόμβα. Η αρμονία άρχισε να θυμίζει άγνωστη λέξη. Και το χάσμα μεταξύ τους ολοένα και διευρυνόταν. Ωστόσο, κανείς δεν τολμούσε να δηλώσει το οφθαλμοφανές. Κανένας δεν είχε το θάρρος να βάλει τέρμα.
Κι ενώ υπήρχε αγάπη, λίγο-λίγο τη σκότωνε η συνήθεια, η οποία κάλυπτε τα κενά ενός έρωτα που πέθαινε. Σε μία μακροχρόνια σχέση τείνουν οι άνθρωποι να εθελοτυφλούν -θες η συνήθεια, θες ο φόβος της μοναξιάς- και προτιμούν να μένουν σε τελματωμένες καταστάσεις δίχως να παίρνουν την απόφαση να δώσουν τέλος. Ξεχνάνε. Ένα σπίτι δε στέκει σε σαθρά θεμέλια. Είναι αργά όταν το πάθημα γίνεται μάθημα.


Και τότε η Μ. γνώρισε τον Γ.
Ένας συμφοιτητής, μια απ' τις πάμπολλες γνωριμίες του επεισοδιακού πρώτου έτους. Ένας ακόμη συνομήλικος της ανάμεσα στο πλήθος. Η Μ. ένιωσε από την πρώτη στιγμή μια ανεξήγητη έλξη για εκείνον. Στην αρχή πάλεψε με νύχια και με δόντια να θάψει τα συναισθήματα αυτά. Σύντομα, κι όσο εντεινόταν η κατάσταση με τον Σ, οι αναστολές της δεν ήταν αρκετές για να συγκρατήσουν την επιθυμία της. Κατάλαβε ότι είχε φτάσει εκείνη η δύσκολη στιγμή που απέφευγε. Ήταν καιρός να βάλει τέλος σε μια σχέση που είχε πεθάνει από καιρό. Έσβησε πριν ακόμη νιώσει έλξη για κάποιον που είχε μόλις γνωρίσει. Δεν προχώρησε με τον Γ. Δεν μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο. Για την ακρίβεια, κάτι συνέβη... Ένα βράδυ, μετά από μια έξοδο, ο Γ. περπάτησε μαζί της μέχρι το σπίτι της. Εντελώς τυχαία, απλά και μόνο γιατί έτυχε να μένουν κοντά. Στη σύντομη αυτή διαδρομή η μεταξύ τους ένταση γιγαντώθηκε κι έγινε ακατανίκητη. Η μεταξύ τους σιωπή ανά διαστήματα ήταν εκκωφαντική. Ίσως επειδή εκείνη έλεγε όσα δεν τολμούσαν να ξεστομίσουν τα χείλη. Έφτασαν κάτω απ' την πολυκατοικία της, η βραδιά τελείωσε. Ήταν ώρα για καληνύχτα. Ξεκίνησαν να φιληθούν σταυρωτά, όπως κάνουν οι φίλοι. Μόνο που στα μισά της κίνησης αυτής τα πρόσωπα τους πήραν άλλη κατεύθυνση -τα χείλη τους άγγιξαν. Το τυχαίο άγγιγμα ξύπνησε και στους δύο τον πόθο για ένα αληθινό φιλί. Τον σταμάτησε έγκαιρα. 
Μπήκε στο σπίτι τρέχοντας. Το βλέμμα της έπεσε στον πίνακα ανακοινώσεων της. Στο κέντρο ένα σημείωμα από τον Σ. Της το είχε γράψει την τελευταία μέρα πριν φύγουν στις φοιτητικές τους πόλεις. Διάβασε για πολλοστή φορά εκείνες τις γραμμές «Να προσέχεις κοριτσάκι μου και μην καπνίζεις τόσο. Σ' αγαπώ». Έμοιαζε να 'χει περάσει ένας αιώνας από τότε κι ήταν μόλις τρεις μήνες. Ο άνθρωπος που αγαπούσε τότε, αυτός που ερωτεύτηκε τρελά ήταν σχεδόν ένας ξένος στη ζωή της. Δεν τους έδενε τίποτα πια, παρά μόνο η ανάμνηση ενός μεγάλου έρωτα. Δεν αρκούσε πια. Έπρεπε να πουν αντίο και να πάρει ο καθένας το δρόμο του. Όφειλαν στους εαυτούς τους να ξεφύγουν απ το τέλμα και να προχωρήσουν μπροστά. Έκλαψε γοερά. 
Τις επόμενες μέρες απέφυγε τον Γ. Τον ήθελε. Πολύ. Μα έπρεπε να περιμένουν και οι δυο. Όφειλε και στον εαυτό της και στον Σ. να ξεκαθαρίσει την κατάσταση πριν κάνει το παραμικρό βήμα. Σε δύο εβδομάδες ήταν Χριστούγεννα. Ζήτησε από τον Γ. να της δώσει χρόνο. Θα έβαζε τέλος στη σχέση της με τον Σ. στις γιορτές. Έπρεπε να τον αντιμετωπίσει πρόσωπο με πρόσωπο. Δεν μπορούσε να πετάξει δύο χρόνια σαν να μην σήμαιναν τίποτα. Έπρεπε τουλάχιστον να υποστεί τις συνέπειες των πράξεων της. Η νέα χρονιά θα τους έβρισκε για πρώτη φορά μετά από καιρό χώρια. Ίσως εκείνη η ασίγαστη επιθυμία και το αίσθημα του ανολοκλήρωτου της έδωσαν το θάρρος να πάρει τη μεγάλη απόφαση.


Εκείνος ο χωρισμός ήταν ό,τι πιο δύσκολο είχε κάνει σε όλη της τη ζωή. Δεν ήξερε τι να πει, τι να σκεφτεί, τι να νιώσει. Ήταν η σωστή επιλογή, όμως φάνταζε τόσο ξένο.. Δυο χρόνια πριν δεν φανταζόταν σε καμία περίπτωση ότι θα έφτανε σε εκείνο το σημείο. Προσπαθούσε να βάλλει τις λέξεις σε μια λογική σειρά, μα κατέληγε να ξεστομίζει μονάχα σκόρπιες φράσεις. «Όλοι ξεκινάμε ως άγνωστοι..ειρωνεία πως καταλήγουμε ξένοι ξανά». Κάθε της λέξη μια μαχαιριά στο στήθος και των δυο. «Πολλές φορές αναγκαζόμαστε να πάρουμε αποφάσεις, όχι επειδή το θέλουμε μα επειδή εκείνο είναι το σωστό». Είχε μονάχα μια βαθιά διαίσθηση του τι ήταν λάθος και σωστό στη δική του σχέση. «Αν η αγάπη ήταν αρκετή, δε θα φτάναμε σε αυτό το σημείο». Τον αγαπούσε, ήταν σίγουρη γι' αυτό, αλλά η αγάπη μόνη της δεν μπορεί να κρατήσει μια σχέση. «Ίσως να ήταν λάθος ο χρόνος κι οι συγκυρίες». Το πίστευε αυτό; Μάλλον όχι.. Ο χρόνος ήταν τέλειος όταν ξεκίνησε η σχέση τους, μεγαλώνοντας άλλαξαν όμως τα θέλω τους. «Μεγαλώσαμε και...άλλαξαν πολλά». Η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα. Ή ομολογείς την αλήθεια ή σωπαίνεις μια για πάντα. Σκέψεις, σκέψεις, σκέψεις. Ο εγκέφαλος της δούλευε πυρετωδώς παλεύοντας να βρει τις σωστές λέξεις. Η καρδιά διαμαρτυρόταν σθεναρά. Η προσωποποίηση του διχασμού.
«Κάποτε μου αρκούσε να βλέπω το χαμόγελο σου...» πήρε μια βαθιά ανάσα και η παύση στο ενδιάμεσο έμοιαζε να διαρκεί αιώνια «...τώρα δεν ξέρω πια.». Εκείνος την κοιτούσε με μάτια ορθάνοιχτα, υγρά από ένα δάκρυ που δε θα επέτρεπε να κυλήσει. Στο βλέμμα του σχηματιζόταν η αντανάκλαση ενός εκρηκτικού θυμού. Τότε τον ταύτισε με μίσος. Βαθύ και ασίγαστο μίσος. Άργησε να μάθει ότι το μίσος και ο έρωτας απέχουν ένα μόλις βήμα. Είχε ήδη χάσει τον επόμενο έρωτα του...


Οι ζωές τους συνεχίστηκαν φυσιολογικά, σχεδόν βαρετά. Έκαναν σχέσεις, ερωτεύτηκαν, χώρισαν, πληγώθηκαν και πάλι απ' την αρχή. Έρωτες γεννήθηκαν, έρωτες τέλειωσαν, έρωτες ξεχάστηκαν. Όνειρα πραγματοποιήθηκαν, όνειρα εγκαταλείφθηκαν, μερικά ίσως ξεχάστηκαν πολύ γρήγορα. Όσο περνούσε ο καιρός οι πληγές μέσα τους επουλώνονταν. Σύντομα έμεινε μόνο μια μακρινή ανάμνηση μιας όμορφης σχέσης. Οι άνθρωποι έχουν τη συνήθεια όταν βλέπουν μια κατάσταση από απόσταση να την εξιδανικεύουν. Ξαφνικά όλες οι εντάσεις είχαν ξεχαστεί. Είχε μείνει μονάχα μια γλυκιά ανάμνηση ενός εφηβικού έρωτα και κάθε πρώτης φοράς της νιότης τους. Όλα εκείνα τα “πρώτα” που έκαναν μαζί. Εκείνη η περίοδος, η τόσο ανέμελη, χωρίς σκοτούρες. Σε κάθε απογοήτευση η σκέψη τους ταξίδευε σ' εκείνη την πρώτη φορά και απορούσαν πώς τότε ήταν όλα τόσο εύκολα. Ξεχνάνε οι άνθρωποι...
Αρχικά απέφευγαν ο ένας τον άλλον, δυο χρόνια μετά χαιρετήθηκαν σαν να μη συνέβη τίποτα ποτέ. Δεν έγιναν ποτέ φίλοι. Κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατό. Αρκετά χρόνια μετά συναντιόνταν καμιά φορά τυχαία στο δρόμο και συζητούσαν σαν δυο παλιοί συμμαθητές. Μιλούσαν περί ανέμων και υδάτων για λίγα λεπτά και μετά απομακρύνονταν με τη σκέψη πως πριν τόσο καιρό -φαντάζει πια σαν να πέρασε αιώνας- ήταν ερωτευμένοι. Ένα κρυφό γελάκι και πέντε λεπτά αργότερα επέστρεφαν στους γρήγορους ρυθμούς της καθημερινότητας τους. Δεν είχαν πλέον καιρό για ιστορίες απ' τα παλιά....



Μερικές ιστορίες δεν γίνονται ποτέ παραμύθια...
Ένα θέμα για σύντομο διήγημα.

Σχόλια

  1. Λίζα πραγματικά συγκινήθηκα... Ήταν πανέμορφη ιστορία!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. χαίρομαι πολύ καλή μου! προσπάθησα να εντάξω αναμνήσεις απ' το Λύκειο -δικές μου μα και φίλων και γνωστών- για να το κάνω πιο "ρεαλιστικό" ;)

      Διαγραφή
    2. Μου θύμισε μια κατάσταση φίλων και γενικά διάφορες αναμνήσεις και είναι τελείως ρεαλιστικό! Μπράβο!

      Διαγραφή
    3. η αλήθεια είναι πως όλοι λίγο-πολύ έχουμε ζήσει ανάλογες ιστορίες είτε ως άμεσα αναμεμιγμένοι είτε ως φίλοι και γνωστοί εκείνων...ίσως αυτό πυροδότησε την έμπνευση μου, ότι βάδιζα ανάμεσα στη μυθοπλασία και την πραγματικότητα(η πλάκα είναι όμως ότι η ιστορία στο σύνολο της δεν μου θυμίζει κανέναν απολύτως γνωστό μου -μόνο επιμέρους στοιχεία)

      Διαγραφή
    4. ΜΠράβο σου όπως και να χει πάντως...το αποτέλεσμα είναι εξαιρετικό!

      Διαγραφή
    5. Σ' ευχαριστώ πολύ καλή μου! ;)

      Διαγραφή
  2. υπεροχη ιστορια!για λογους προσωπικους με συγκινησε βαθια αλλα με χτυπησε κιολας...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. χαίρομαι που σε συγκίνησε...προσπάθησα να κάνω την ιστορία όσο πιο ρεαλιστική γίνεται, χρησιμοποιώντας γεγονότα που όλοι λίγο-πολύ είτε έχουμε ζήσει είτε έχουμε ακούσει.

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μια κακή ιδέα...

Μια κακή ιδέα... Ο έρωτας κι ο θάνατος είναι για τους γενναίους... Μα ήμασταν δειλοί αγάπη μου. Εμείς οι δυο πολεμιστές, σε ανέλπιδη μάχη. Μια καρδιά για λάφυρο. Δεν ήταν έρωτας αυτό που ζήσαμε, ήτανε μια κακή ιδέα. Ο μικρός φτερωτός θεός κοιτούσε αλλού κι εμείς βιαστήκαμε να κάνουμε το λάθος. Αθόρυβα, σαν δυο ύπουλοι εγκληματίες. Θέαμα γελοίο συνάμα και τραγικό. Η μάχη αυτή αέναη, δε σταματά ούτε μετά τη νίκη. Σύντομα έμαθα ότι ο έρωτας δεν έχει νικητή. Κάποιες λέξεις φτιάχτηκαν για να ακούγονται μόνο με τη φωνή σου... Άργησα να το μάθω. Βιάστηκες να το ξεχάσεις. Έτσι αθόρυβα όπως άρχισαν όλα, έτσι ήταν γραφτό να τελειώσουν. Μοίρα; Δεν ξέρω αν πιστεύω στη μοίρα. Φυσικό επακόλουθο θα σου πω. Πάλι δε θα πεις τίποτα. Δεν πειράζει. Έχω συνηθίσει τις σιωπές.. Άλλη μια νύχτα θα μιλώ με σκιές και φαντάσματα. Άλλη μια νύχτα που εσύ δε θα 'σαι εδώ. Άλλη μια νύχτα που σε μισώ. Γιατί δε μ' άφησες να σ' αγαπ

The summer that never was..

Once upon a summer... Ένα ακόμη καλοκαίρι σαν όλα τ' άλλα.. Ή μήπως όχι? Όλα άρχισαν μ' ένα φιλί.. Ένα αστείο συμβάν κατά τη διάρκεια ενός παιχνιδιού. Οι φίλοι της της είπαν ότι δεν τολμά να φιλήσει τον άγνωστο στο μπαρ που την κοιτούσε, αυτή επέμενε για το αντίθετο. Ήταν ένα από εκείνα τα στιγμιότυπα που αλλάζουν τη ζωή σου. Ένα δίλημμα δίχως νόημα, ένα στοίχημα με τον εαυτό σου. Κι όμως, ένα μικρό ρίσκο αρκεί για ν' αλλάξει όλη σου η πορεία.. Ένα μικρό ναι μπορεί να σκοτώσει δέκα τεράστια όχι μέσα σου. Γιατί αυτή η σύντομη στιγμή θάρρους μπορεί να σου δώσει την ώθηση να ξεπεράσεις τα όριά σου, να υπερπηδήσεις όλα τα εμπόδια που στέκονται ανάμεσα σε σένα και το μέλλον σου. Η Κ. πάντα ονειρευόταν να γίνει συγγραφέας, να γυρίσει τον κόσμο και να γράψει για τις εμπειρίες τα όνειρα και τις προσδοκίες της. Προσδοκίες.. Μία λέξη, δέκα γράμματα, δέκα τεράστια ΟΧΙ στο δρόμο της. Αυτή η λέξη της άλλαξε κατεύθυνση, στράφηκε σε όσα με τόση αυτοθυσία θέλησαν να της