Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

(Απόσπασμα)

« Να 'μαστε πάλι εδώ. Στο ίδιο μπαλκόνι, μόνοι οι δυο μας, μετά από τόσα χρόνια. Τίποτε δεν έχει αλλάξει και τίποτε δεν είναι όπως παλιά... Είμαστε εμείς, αλλά δεν είμαστε πια οι οι ίδιοι.

Όπως αυτό το τσιγάρο. 
Είναι εκείνο το τσιγάρο που άναψα πριν από λίγο. Αποτελείται ακόμη από καπνό κι ένα φιλτράκι και τα τυλίγει το ίδιο τσιγαρόχαρτο. Αλλά δεν είναι το ίδιο τσιγάρο. 
Κάποιος πήρε έναν αναπτήρα και του έβαλε φωτιά. Κάποιος το κάπνισε και το άφησε μισό. Και αυτός ο κάποιος σε λίγο θα το σβήσει και θα το πετάξει μέσα σ' ένα τασάκι γεμάτο γόπες και αποτσίγαρα. Κι όμως, αυτό μισοκαμένο περιμένει στωικά την επικείμενη καταστροφή του.

Ήμουν κι εγώ κάποτε ένα τσιγάρο, το δικό σου τσιγάρο. Μ' έφερες στα χείλη σου και σαν αναπτήρας έβαλες φωτιά στη ζωή μου. Κι εγώ σε άφησα να με καπνίσεις και να με πετάξεις. Γιατί πίστεψα ότι μου άξιζε. Γιατί πίστεψα ότι σκοπός μου σε αυτό τον κόσμο ήταν να σου δοθώ για να με καπνίσεις. Νόμιζα ότι τα τσιγάρα ανήκουν δικαιωματικά στους αναπτήρες που τα ανάβουν.


Μη με παρεξηγείς. Η φωτιά σου μ' έκανε να νιώσω πιο ζωντανή από ποτέ. Χαίρομαι που με κάπνισες. Μόνο που, να... 
Εσύ κάποια στιγμή βαρέθηκες το συγκεκριμένο τσιγάρο και το παράτησες μέσα στο τασάκι. Το άφησες να σβήσει από μόνο του. Κι εγώ απόμεινα μισοκαμένη να περιμένω εναγωνίως πότε θα με ξαναπιάσεις.

Πάλεψα να πείσω τον εαυτό μου ότι δεν με χρησιμοποίησες. Ότι δε με πέταξες αβασάνιστα μόλις τελείωσες μαζί μου. Ότι δεν ήμουν ένα τσιγάρο δανεικό όταν δινόμουν σε άλλους. Πάλεψα να τους πείσω ότι δεν κάπνιζαν ένα μεταχειρισμένο τσιγάρο.
Τα κατάφερα. Ελάχιστοι μόνο διέκριναν το καψάλισμενο μου φίλτρο. Σχεδόν πίστεψα ότι ήμουν ολοκαίνουργια, ανέπαφη.


Μα έλα που στέκομαι ξανά δίπλα σου και μοιάζει σαν να μην πέρασε μια μέρα από τότε. Είμαι ακόμη εκείνο το καμένο τσιγάρο. Είμαι μισή και η έλλειψη μου είσαι εσύ. 
Περιμένω ακόμη να μου ανάψεις φωτιά και να τελειώσεις αυτό που άρχισες τότε. Από τη μια ποθώ τη λύτρωση κι από την άλλη τρέμω στην ιδέα πως θα με σβήσεις κι εμένα άτσαλα στο τασάκι. Θέλω τα πάντα και τίποτα. Και τα θέλω μαζί σου. 

Αυτός ο πόλεμος που εκτυλίσσεται στο μυαλό μου με αποσυντονίζει. Με μπερδεύει.
Δεν ξέρω πώς να σε κοιτάξω, τι να σου πω. Νιώθω ότι δεν είσαι ο ίδιος άνθρωπος που με κάπνισε πριν από χρόνια. Ούτε εγώ είμαι η ίδια. 
Γιατί, όμως, όλα τα νιώθω τόσο οικεία και απαράλλαχτα; »

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Δέκα τοις εκατό

«Ο άνθρωπος χρησιμοποιεί μόνον το δέκα τοις εκατό των δυνατοτήτων του εγκεφάλου του. Συγκρατήστε αυτήν την πληροφορία, θα σας χρειαστεί αργότερα». Με αυτά τα λόγια την υποδέχτηκε η δόκτωρ Περνέλ στο γραφείο της. Η κυρία Έβανς την παρακολουθούσε με καχυποψία. Δεν ήταν μονάχα η ριζοσπαστική κλινική έρευνα, στην οποία δέχτηκε να λάβει μέρος, που την τρόμαζε. Περισσότερο δυσκολευόταν να εμπιστευτεί τη νεαρή γυναίκα απέναντι της. Ήταν εκ φύσεως επιφυλακτική απέναντι σε επιστήμονες με ηλικία αντιστρόφως ανάλογη με τα ακαδημαϊκά και επαγγελματικά τους επιτεύγματα. Δεν καταλάβαινε πώς ένα παιδί, που βρισκόταν στο πανεπιστήμιο πριν από μερικά χρόνια, θα μπορούσε να επιτύχει εκεί που απέτυχαν επιστήμονες που κουβαλούν δεκαετίες εμπειρίας και μελέτης. Η Νικόλ Περνέλ ήταν διδάκτωρ στο πεδίο της Νευροεπιστήμης και διευθύντρια του τμήματος Νευροβιολογίας του κέντρου βιοϊατρικής έρευνας Ρ.Α.Κ. Στα 35 της χρόνια είχε ήδη ένα βιογραφικό που θα ζήλευαν πολλοί συνάδελφοι της. Φυσικά, δε θα είχε καταφ

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ ΚΡΑΥΓΗΣ

[ Page 1 ] 6 του Σεπτέμβρη 2019. Ώρα 10 και 31 πρώτα λεπτά. Χτυπάει το τηλέφωνο. Φέρει τα νέα που ήξερα, που περίμενα, που έτρεμα. Ώρα να φύγω. Σηκώνομαι, μα η θολούρα μου με οδηγεί στο νεροχύτη. Αντί να ψάχνω εισιτήρια, πλένω πιάτα. Σκέψη αδιανόητη να φύγω τρεις μέρες και να αφήσω τα πιάτα λερωμένα. Θυμάμαι τα εσώρουχα που από χθες είχα βάλει να μουλιάζουν. Θα φύγω και θα τους αφήσω πλυμένα βρακιά στην απλώστρα. Κάτι να με θυμούνται τις 3 ημέρες που θα λείψω. Κοιτάω τη βαλίτσα μου. Έτοιμη αποβραδίς. Σαν να το ήξερα. Σαν να περίμενα αυτή την πρωινή κλήση. Ο χθεσινός πυρετός έπεσε σήμερα το πρωί, τόσο ξαφνικά όσο ανέβηκε. Σαν να ένιωθα ότι κάτι ερχόταν, αλλά το σώμα μου δε μπορούσε να αναγνωρίσει τον εχθρό, πολεμώντας τον με το μόνο τρόπο που ήξερε: τον πυρετό. Η ώρα έχει πάει 12. Τα εισιτήρια κλείστηκαν, η λάντζα πλύθηκε, τα βρακιά απλώθηκαν. Έχω κάνει μπάνιο. Για κάποιο λόγο αδιανόητο το μυαλό μου απασχολεί μια κρέμα σώματος. Γιατί μου είναι απαραίτητο να

Μια κακή ιδέα...

Μια κακή ιδέα... Ο έρωτας κι ο θάνατος είναι για τους γενναίους... Μα ήμασταν δειλοί αγάπη μου. Εμείς οι δυο πολεμιστές, σε ανέλπιδη μάχη. Μια καρδιά για λάφυρο. Δεν ήταν έρωτας αυτό που ζήσαμε, ήτανε μια κακή ιδέα. Ο μικρός φτερωτός θεός κοιτούσε αλλού κι εμείς βιαστήκαμε να κάνουμε το λάθος. Αθόρυβα, σαν δυο ύπουλοι εγκληματίες. Θέαμα γελοίο συνάμα και τραγικό. Η μάχη αυτή αέναη, δε σταματά ούτε μετά τη νίκη. Σύντομα έμαθα ότι ο έρωτας δεν έχει νικητή. Κάποιες λέξεις φτιάχτηκαν για να ακούγονται μόνο με τη φωνή σου... Άργησα να το μάθω. Βιάστηκες να το ξεχάσεις. Έτσι αθόρυβα όπως άρχισαν όλα, έτσι ήταν γραφτό να τελειώσουν. Μοίρα; Δεν ξέρω αν πιστεύω στη μοίρα. Φυσικό επακόλουθο θα σου πω. Πάλι δε θα πεις τίποτα. Δεν πειράζει. Έχω συνηθίσει τις σιωπές.. Άλλη μια νύχτα θα μιλώ με σκιές και φαντάσματα. Άλλη μια νύχτα που εσύ δε θα 'σαι εδώ. Άλλη μια νύχτα που σε μισώ. Γιατί δε μ' άφησες να σ' αγαπ