Εκείνο το δροσερό βράδυ, μέσα στη θεσπέσια σιγή της νύχτας, είδα όλη μου τη ζωή να περνάει μπροστά από τα μάτια μου. Στην αρχή δειλά, με τη συστολή της πανσελήνου εκείνης της βραδιάς -που σαν παιδί κρυβόταν μέσα στα μαύρα σύννεφα. Ένα ρίγος διαπέρασε όλο μου το είναι· να ήταν άραγε το ψυχρό αεράκι; Αναλογίστηκα όλη μου τη ζωή -τα θέλω, τα πρέπει, τα ναι, τα όχι και τα μη- καθώς παρατηρούσα τους περαστικούς που χάνονταν νωχελικά σε σκοτεινές γωνιές του δρόμου. Κι εκείνη τη στιγμή, λες και μου χαμογέλασε η μούσα μου, το χέρι μου πήρε φωτιά κι άρχισε ν' αποτυπώνει εικόνες στο χαρτί. Όχι με σχήματα, αλλά με λέξεις, άρχισα να γράφω, χωρίς να ξέρω τι. Τα πλάσματα της νύχτας ζούνε στο σκοτάδι -έτσι κι εγώ. Κι εκείνη την έρημη ώρα, σε μια άκρα του τάφου σιωπή, ένιωσα πιο ζωντανή από ποτέ. Κι αυτή ήταν η αλήθεια. Σε μια ψυχρή, νωχελική νύχτα βρήκα το νόημα της ζωής· της ζωής μετά. Κι αν ήμουν στο μεταίχμιο της δικής μου, ήμουν για πρώτη φορά -μετά από καιρό- ήρεμη και κάπου μέσα μου ήξ