“Κάποτε περπατούσαμε και τρίζαν τα πεζοδρόμια, τώρα τρίζουμε εμείς. Γεράσαμε, ανήμπορες να αλλάξουμε τη μοίρα μας, δεν έχουμε γνωρίσει άλλη ζωή απ' αυτή του πεζοδρομίου. Δε μπορέσαμε να ξεφύγουμε, όσο κι αν προσπαθήσαμε. Η ζωή μας, τόσο άθλια, μας έφτασε στο κατώτερο σημείο. Ο κόσμος μας κοιτούσε με μια αποστροφή, μια αηδία.. Κι έφευγε μακριά, άλλαζε πεζοδρόμιο, μην περάσει από δίπλα μας και τον βρομίσει η λέρα της δικής μας άσωτης ζωής. Ήμασταν σκουπίδια, τίποτα, μηδενικά, ζούσαμε στον πάτο και οι άλλες γυναίκες μας κοιτούσαν σαν να είμαστε εκεί από επιλογή, επειδή δε μπορούμε να κρατήσουμε τα βρακιά μας ανεβασμένα ένα πράγμα.. Σαν όνειρο μας σ' αυτή τη ζωή ήταν να μας πηδήξει ο άντρας τους και να του πάρουμε τα πολλά λεφτά που μας ακουμπούσε. Λες και φταίξαμε εμείς που η ζωή μας έριξε σε αυτό το βούρκο. Δεν έχουν ιδέα όμως πόσα σιωπηλά δάκρυα ρίξαμε για τη μαύρη μας τη μοίρα και για το χέρι που μας έριξε εδώ. Το ίδιο χέρι που μας κρατούσε κάτω και δεν μας άφηνε να σηκωθο